Ασφαλιστικό: Αλυτο αν δεν αντιμετωπιστεί και η υπογεννητικότητα

Ανάλυση στα γεγονότα

 

 

Του ΜΑΝΟΛΗ Γ. ΔΡΕΤΤΑΚΗ *

 

Αρχισε ο «διάλογος» για το Ασφαλιστικό, με αποχωρήσεις ή απουσία τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία ζήτησαν, δικαιολογημένα, να τους δοθούν οι εκθέσεις των οργανισμών στους οποίους είχαν ανατεθεί η διερεύνηση της έκτασης του προβλήματος, καθώς και οι βασικές προτάσεις της κυβέρνησης. Την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα το προσχέδιο της αναλογιστικής μελέτης του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, στο οποίο επισημαίνεται ότι το ασφαλιστικό πρόβλημα θα αρχίσει να επιδεινώνεται από το 2020, για να πάρει μεγάλες διαστάσεις από το 2030 και μετά. Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα της έκθεσης της επιτροπής εμπειρογνωμόνων με πρόεδρο τον Ν. Αναλυτή. Πιο συγκεκριμένα:

– Σύμφωνα με το προσχέδιο του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, η σχέση εισφερόντων προς συνταξιούχους στην περίπτωση του ΙΚΑ, από 2,51 εισφέροντες προς 1 συνταξιούχο το 2005, ύστερα από μια μικρή αυξητική τάση, θα επανέλθει στο 2,50 προς 1 το 2020 και στη συνέχεια θα αρχίσει να μειώνεται, πέφτοντας στο 1,95 προς 1 το 2030, για να κατολισθήσει στο 0,98 προς 1 το 2050, δηλαδή λιγότερο από 1 εισφέροντα προς 1 συνταξιούχο.

– Σύμφωνα με την έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, η σχέση ατόμων σε παραγωγικές ηλικίες προς άτομα σε ηλικίες συνταξιοδότησης, από 3,74 σε παραγωγικές ηλικίες προς 1 σε ηλικίες συνταξιοδότησης το 2005, θα μειωθεί σε 3,08 προς 1 το 2020, για να πέσει στο 2,54 προς 1 το 2030 και να κατολισθήσει στο 1,65 προς 1 το 2050, δηλαδή λιγότερο από το μισό της σχέσης το 2005.

Και οι δύο αυτές προβλέψεις στηρίζονται στην τάση γήρανσης του πληθυσμού και στη χαμηλή γονιμότητα, η οποία στη χώρα μας έχει φτάσει κάτω από τα 1,30 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, ενώ το όριο για την αναπαραγωγή των γενεών είναι 2,21, και είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η ομάδα του πληθυσμού 65 ετών και άνω θα αυξάνεται συνεχώς, ενώ η ομάδα ηλικιών 0-14 ετών θα παραμείνει στάσιμη, θα αυξηθεί λίγο ή θα μειωθεί, ανάλογα με την πορεία της γονιμότητας.

Το βασικό πρόβλημα στη χώρα μας, όπως έχω επισημάνει σε πλήθος άρθρων μου, είναι η μείωση των γεννήσεων, ενώ η αύξηση των θανάτων είναι φυσική συνέπεια της γήρανσης του πληθυσμού. Αναλυτικότερα:

– Στη 15ετία 1976-1990, οι γεννήσεις ήταν 1.917.000 και οι θάνατοι 1.234.000, δηλαδή η υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων ήταν 683.000 ή 45.500 κατά μέσον όρο τον χρόνο (σημειωτέον ότι η περίοδος αυτή περιλαμβάνει τη δεκαετία 1981-1990, στην οποία σημειώθηκε η κατολίσθηση των γεννήσεων, από 148.000 το 1980 σε 100.000 το 1990).

– Την αμέσως επόμενη και πρόσφατη 15ετία 1991-2005, οι γεννήσεις ήταν 1.545.000 και οι θάνατοι 1.523.000, δηλαδή η υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων ήταν μόλις 22.000 ολόκληρη τη 15ετία (!) ή 1.450 κατά μέσον όρο τον χρόνο. Και αυτή, όμως, η ισχνή υπεροχή οφείλεται στις γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες, οι οποίες τα τρία τελευταία χρόνια είναι γύρω στις 15.000 τον χρόνο. Αν δεν υπήρχαν οι γεννήσεις αυτές, οι θάνατοι θα ξεπερνούσαν τις γεννήσεις.

Από τη σύγκριση των δύο περιόδων φαίνεται ότι στην τελευταία περίοδο, σε σύγκριση με την προηγούμενη, οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά 372.000 και οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 289.000, και η υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων ήταν 31(!!) φορές μικρότερη. Στη διαφορά αυτή οφείλεται η επιδείνωση της σχέσης ατόμων σε παραγωγικές ηλικίες προς άτομα σε ηλικίες συνταξιοδότησης μετά το 2020, διότι στηρίζονται στην υπόθεση ότι στην καλύτερη περίπτωση θα υπάρξει μια μικρή βελτίωση της γονιμότητας.

Η αντιμετώπιση των άμεσων και βραχυπρόθεσμων προβλημάτων του Ασφαλιστικού ασφαλώς θα καταστεί δυνατή -όπως σωστά επισημαίνουν τόσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης που αποχώρησαν από τον «διάλογο» όσο και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις- αν: (i) το κράτος εκπληρώσει τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις του για τη χρηματοδότηση των Ταμείων, (ii) παταχθεί η εισφοροδιαφυγή και (iii) όλοι οι εργαζόμενοι μετανάστες νομιμοποιηθούν και καταβάλουν τις νόμιμες εισφορές. Και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις εξαρτώνται από την πολιτική βούληση, η οποία είτε δεν υπάρχει είτε είναι εντελώς αναποτελεσματική.

Το μακροχρόνιο, όμως, πρόβλημα του Ασφαλιστικού δεν πρόκειται να εκλείψει, αν η υπόθεση στην οποία στηρίζονται οι μελέτες επιβεβαιωθεί από την πραγματικότητα, αν δηλαδή είτε οι γεννήσεις παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα είτε βελτιωθούν ελάχιστα. Είναι, κατά συνέπεια, απορίας άξιον το ότι οι μελέτες αυτές δεν προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας και δεν κοστολογούν τα μέτρα αυτά.

Φυσικά, και για τη μη αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας -ενός προβλήματος κυριολεκτικά εθνικής επιβίωσης, με επιπτώσεις όχι μόνο στο Ασφαλιστικό αλλά και σε πάρα πολλές πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου- υπάρχει τεράστια ευθύνη όλων των κυβερνήσεων της 25ετίας 1982-2007, και πολύ περισσότερο όταν το πρόβλημα αυτό έχει αναλυτικά εξεταστεί από τη Βουλή και υπάρχει από το 1993 το ομόφωνο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής του Σώματος, με συγκεκριμένες προτάσεις, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων παραμένει ανεφάρμοστη.

Ενα από τα μέτρα εκείνου του πορίσματος ήταν η πλήρης εξομοίωση των τρίτεκνων οικογενειών με τις πολύτεκνες. Δυστυχώς, η Ν.Δ., που το 2004 είχε υποσχεθεί να εφαρμόσει αμέσως την πρόταση αυτή στην περίπτωση που θα κέρδιζε τις εκλογές, δεν το εφήρμοσε. Τώρα, με καθυστέρηση 4 ετών, υπόσχεται όχι την πλήρη εξομοίωση των τρίτεκνων προς τους πολύτεκνους, αλλά να τους δώσει μόνο το πολυτεκνικό επίδομα από την 1/1/2008.

Το παραπάνω μέτρο είναι θετικό, αλλά κάθε άλλο παρά αντιμετωπίζει το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, όταν είναι γνωστό ότι, για οικονομικούς κυρίως λόγους, οι νέοι δεν παντρεύονται και, όσοι παντρεύονται, είτε δεν κάνουν παιδιά είτε κάνουν ένα παιδί ή το πολύ δύο, παρ’ ότι, όπως έχουν αποδείξει σχετικές έρευνες του ΕΚΚΕ, θέλουν να κάνουν περισσότερα.

Συμπερασματικά, μακροχρόνια, το Ασφαλιστικό πρόβλημα θα παραμείνει άλυτο, αν η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίσει εδώ και τώρα το πρόβλημα της υπογεννητικότητας με γενναία μέτρα, ένα πρόβλημα που έχουν επιλύσει με επιτυχία άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με πρωτοπόρο τη Γαλλία.

* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ.

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 25/10/2007


Αρέσει σε %d bloggers: