Ασφαλιστικό και δημογραφικό, αλληλένδετα

Του ΜΑΝΟΛΗ ΔΡΕΤΤΑΚΗ (*)

 

Σε μια δήλωσή του στην «Ελευθεροτυπία» στις 2.1.2001 ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι μία από τις αλλαγές, τομές και μεταρρυθμίσεις στις οποίες θα προχωρήσει η κυβέρνηση, είναι και: «Η οριστικοποίηση των ρυθμίσεων μέχρι τέλους του 2001 για τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού. Προσβλέπουμε στον κοινωνικό διάλογο, όσο και στην αλλελεγγύη των γενεών».

Πριν προχωρήσουμε στο άρθρο αυτό, θεωρούμε σκόπιμο να δώσουμε μια πολύ περιληπτική εικόνα της δημογραφικής πλευράς του ασφαλιστικού προβλήματος της χώρας μας (πηγή όλων των στοιχείων που παραθέτουμε είναι η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος – ΕΣΥΕ).
Με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, ο μέσος όρος της ηλικίας των θανόντων, από 64,2 έτη το 1967 αυξήθηκε στα 73,8 έτη το 1997. Στο διάστημα, δηλαδή, αυτής της τριακονταετίας παρατάθηκε η ζωή κατά 10, σχεδόν, έτη. Η παράταση αυτή οφείλεται, βασικά, στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ασθενειών, η οποία, με τη σειρά της οφείλεται τόσο στην πρόοδο της επιστήμης όσο και στη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας της χώρας.
Η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των θανόντων, καθώς και οι υπόλοιπες μεταβολές στον πληθυσμό της χώρας (βλέπε, σχετικά στη συνέχεια) συνέβαλαν στην αύξηση της μέσης ηλικίας (γήρανση) του πληθυσμού από 32,9 έτη το 1967 σε 39,2 έτη το 1997. Οι μεταβολές αυτές είχαν ως συνέπεια, οι άνδρες και οι γυναίκες ηλικίας 60 ετών και άνω από 1.220.000 το 1967 (14% του πληθυσμού) να αυξηθούν σε 2.350.000 το 1997 (22,4% του πληθυσμού). Η αυξητική αυτή τάση, η οποία θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, συνεπάγεται την καταβολή συντάξεων (αλλά και δαπανών περίθαλψης) σε ένα ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανδρών και γυναικών για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Με δεδομένες τις παραπάνω δημογραφικές διαστάσεις του ασφαλιστικού προβλήματος, είναι σαφές ότι οι ρυθμίσεις που συζητούνται (αύξηση των εισφορών, αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για άνδρες και γυναίκες κ.λπ.) αποτελούν βραχυπρόθεσμα ή το πολύ μεσοπρόθεσμα μέτρα. Η μακροπρόθεσμη λύση του Ασφαλιστικού προϋποθέτει αντιμετώπιση της ρίζας του, δηλαδή του δημογραφικού και ιδιαίτερα των δύο σημαντικότερων πλευρών του: της υπογεννητικότητας και της μεγάλης εισροής πληθυσμού από το εξωτερικό στη χώρα μας. Αναλυτικότερα:
Η υπογεννητικότητα. Σε πολλά άρθρα μου εδώ και 23 χρόνια (αλλά και μέσα στη Βουλή στο διάστημα 1977-1993 που είχα την τιμή να είμαι μέλος της) έχω επισημάνει την κρισιμότητα του δημοογραφικού προβλήματος, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στη μείωση των γεννήσεων. Η μείωση αυτή άρχισε το 1981 και από 148.000 το 1980 έφτασε να κυμαίνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’90 γύρω στις 100.000 τον χρόνο. Το 1996, 1998 και 1999, μάλιστα, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις (αντί δηλαδή, φυσική αύξηση είχαμε φυσική μείωση του πληθυσμού) και σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (η Eurostat) στις 8.1.2001 (βλέπε «Ελευθεροτυπία» της 9.1.2001) το ίδιο συνέβη και το έτος 2000. Το 2000 η Ελλάδα ήταν μία από τις 4 χώρες της Ε.Ε. (οι 3 άλλες ήταν η Γερμανία, η Ιταλία και η Σουηδία) στις οποίες σημειώθηκε φυσική μείωση, ενώ στις υπόλοιπες σημειώθηκε φυσική αύξηση (οι γεννήσεις ξεπέρασαν τους θανάτους).
Η δραματική μείωση των γεννήσεων την τελευταία εικοσαετία είχε ως συνέπεια, οι νέοι και οι νέες ηλικίας μέχρι 19 ετών από 2.910.000 (ποσοστό 33,4% του πληθυσμού) το 1967, να μειωθούν σε 2.420.000 (ποσοστό 23,1% του πληθυσμού) το 1997. Η πτωτική αυτή τάση πρόκειται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, γεγονός που σημαίνει, ένας ολοένα και μικρότερος αριθμός νέων θα εισέρχεται στο εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα έσοδα των ασφαλιστικών οργανισμών.
Η μεγάλη εισροή στη χώρα πληθυσμού από το εξωτερικό. Χάρη στην εισροχή αυτή τα τελευταία 20 χρόνια, ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε κατά πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η διαφορά των θανάτων από τις γεννήσεις. Πιο συγκεκριμένα, ο πληθυσμός της Ελλάδας, από τα 9.740.000 που έδειξε η απογραφή του 1981, έφτασε, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Eurostat, τα 10.570.000 την 1.1.2001, αυξήθηκε, δηλαδή, κατά 830.000. Αν ληφθεί υπόψη ότι η φυσική αύξηση του πληθυσμού (γεννήσεις μείον θάνατοι) στο διάστημα της 20ετίας 1981-2000 ήταν, περίπου, 294.000, είναι σαφές ότι η υπόλοιπη αύξηση κατά περίπου 536.000 προήλθε από την καθαρή εισροή παλιννοστούντων (κύρια από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής Ενωσης τη δεκαετία του ’80) και μεταναστών και λαθρομεταναστών (από τις βαλκανικές χώρες -και κύρια από την Αλβανία- τη δεκαετία του ’90). Πιο αναλυτικά:-Τη δεκαετία 1981-1990 η φυσική αύξηση ήταν 272.000 και η καθαρή εισροή μεταναστών 132.000 (ποσοστό 33% της συνολικής αύξησης του πληθυσμού).
-Τη δεκαετία, όμως, του 1991-2000 η φυσική αύξηση ήταν μόνο 22.000 και η καθαρή εισροή μεταναστών 404.000 (ποσοστό 95% της συνολικής αύξησης του πληθυσμού).

Ολες οι κυβερνήσεις μετά τη Μεταπολίτευση έχουν, δυστυχώς, ακολουθήσει μια στρουθοκαμηλική στάση απέναντι στις δύο παραπάνω κρίσιμες πλευρές του δημογραφικού προβλήματος της χώρας. Η στάση αυτή (δηλαδή, ουσιαστικά, η ανυπαρξία οποιασδήποτε πολιτικής) πρέπει να αλλάξει ριζικά.

Κύρια, για εθνικούς λόγους αλλά και για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού προβλήματος, είναι ανάγκη:

(α): Να αυξηθούν οι γεννήσεις. Η ειδική φροντίδα της Πολιτείας για το δημογραφικό πρόβλημα -που πρόκειται, με τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος, να αποτελέσει πλέον και συνταγματική επιταγή- πρέπει να μεταφραστεί άμεσα, δηλαδή μέσα στο 2001, σε λήψη συγκεκριμένων, ουσιαστικών και αποτελεσματικών μέτρων, που θα δώσουν τη δυνατότητα σε όλα τα νέα ζευγάρια να αποκτήσουν και να αναθρέψουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν και τα οποία δεν μπορούν να αποκτήσουν για οικονομικούς, κυρίως (όπως δείχνουν οι σχετικές έρευνες) λόγους.

Σε όλα σχεδόν τα άρθρα μου στην «Ελευθεροτυπία», εδώ και πάνω από εφτά χρόνια, δεν παύω να επαναλαμβάνω ότι μια καλή βάση, τόσο για την ψήφιση από τη Βουλή των αναγκαίων νομοθετικών μέτρων, όσο και την πρόβλεψη των αναγκαίων πιστώσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι οι προτάσεις που περιέχονται στο ομόφωνο πόρισμα της Βουλής του Φεβρουαρίου του 1993 για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος. Φυσικά, υπάρχουν και πολλές άλλες προτάσεις για ακόμα δραστικότερα μέτρα, οι οποίες θα πρέπει να εξεταστούν όταν υλοποιηθούν οι προτάσεις του πορίσματος.

Η αύξηση των γεννήσεων θα ανανεώσει τον πληθυσμό, θα εμπλουτίσει μακροπρόθεσμα το εργατικό δυναμικό και θα αυξήσει τις εισφορές που καταβάλλονται στα ασφαλιστικά ταμεία.

(β): Να νομιμοποιηθούν όλοι οι μετανάστες και οι λαθρομετανάστες και οι οικογένειές τους. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται μια πολύ πιο ριζοσπαστική πολιτική από εκείνη που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση και το οποίο πρόκειται να συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής.

Μια μοναδική ευκαιρία για μια ακριβή εκτίμηση του αριθμού τους (αλλά και του πραγματικού πληθυσμού της χώρας, δεδομένου ότι τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν είναι εκτιμήσεις) είναι η επικείμενη γενική απογραφή της 18ης Μαρτίου. Η επεξεργασία των σχετικών στοιχείων πρέπει να γίνει ταχύτατα (και γι’ αυτό τον σκοπό θα πρέπει να διατεθεί τόσο το αναγκαίο προσωπικό όσο και οι αναγκαίες πιστώσεις, δεδομένου ότι τα τεχνικά μέσα υπάρχουν) ώστε, με βάση την πραγματικότητα να χαραχθεί μια σωστή εθνική πολιτική. Με εξαίρεση εκείνων που διώκονται ποινικά, η πολιτική αυτή πρέπει να στοχεύει στη νομιμοποίηση όλων και στην πλήρη ενσωμάτωσή τους στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.

Η από όλους τους εργαζόμενους μετανάστες (και τους εργοδότες τους) καταβολή των νόμιμων εισφορών θα αποτελέσει μια από τις βάσεις στις οποίες θα στηριχτεί το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Φυσικά, μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική απαιτεί την αντιμετώπιση και όλων των άλλων προβλημάτων των μεταναστών (κατοικία, εκπαίδευση των παιδιών κ.λπ.) και, μακροπρόθεσμα, τη χορήγηση σε όσους θέλουν να ζήσουν μόνιμα στη χώρα μας, της ελληνικής υπηκοότητας, ώστε να αποτελέσουν πλήρες και αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.

Για τον συντονισμό όλων των ενεργειών που απαιτούνται για την υλοποίηση των όσων προαναφέρθηκαν, είναι ανάγκη να ιδρυθεί αμέσως μια θέση υφυπουργού στον πρωθυπουργό. Ο υφυπουργός αυτός, σε συνεχή επαφή με τον πρωθυπουργό και σε συνεννόηση με όλους τους αρμόδιους φορείς, θα φροντίζει για την κατάρτιση των αναγκαίων νομοθετημάτων από τα αρμόδια υπουργεία και την ψήφισή τους από τη Βουλή και θα παρακολουθεί την έγκαιρη και σωστή εφαρμογή τους.

* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: Αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ.

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 19/01/2001


Αρέσει σε %d bloggers: