Γιατί πρέπει να διπλασιαστεί το επίδομα για το τρίτο παιδί

 

Του ΜΑΝΟΛΗ Γ. ΔΡΕΤΤΑΚΗ*

 

Σε ανακοίνωσή του στις 19.3.2002 το Ιδρυμα για την Αντιμετώπιση του Δημογραφικού Προβλήματος (ΙΑΔΗΠ) τονίζει ότι «η υγιής βιώσιμη λύση του ασφαλιστικού προβλήματος προϋποθέτει άμεση αντιμετώπιση του οξύτατου δημογραφικού προβλήματος, το οποίο, δυστυχώς, έχει ουσιαστικά αγνοηθεί στον σχεδιασμό των πολιτικών επίλυσης του Ασφαλιστικού».

 

Το γεγονός ότι οι γεννήσεις, από 148.000 το 1980 μειώθηκαν δραματικά στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 και από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 κυμαίνονται γύρω στις 100.000, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, είχε ως συνέπεια, όπως επισημαίνει το ΙΑΔΗΠ, το ποσοστό στον συνολικό πληθυσμό της χώρας της ομάδας ηλικιών 0-14 ετών από 23,7%, το 1981 να μειωθεί στο 15,2% το 1999 και της ομάδας ηλικιών 65 ετών και άνω να αυξηθεί από 12,7%, το 1981, σε 17,2% το 1999. Ο πληθυσμός, δηλαδή, της χώρας γηράσκει και η γήρανση θα συνεχισθεί αν δεν αυξηθούν οι γεννήσεις.

Για την αύξηση των γεννήσεων από ζευγάρια που επιθυμούν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά έχουν προταθεί συγκεκριμένα μέτρα από μια διακομματική επιτροπή της Βουλής στο ομόφωνο πόρισμά της, το οποίο κατατέθηκε και συζητήθηκε στη Βουλή στις αρχές του 1993. Τα μέτρα αυτά αναμένουν ακόμα την υλοποίησή τους από τα αρμόδια υπουργεία. Εστω και με καθυστέρηση 9 ετών, καλό θα ήταν, μέσα στο πλαίσιο της συζήτησης για το Ασφαλιστικό, να αρχίσει η υλοποίηση των μέτρων αυτών αρχίζοντας από δυο ομάδες πληθυσμού που μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση των γεννήσεων. Πρόκειται για τις πολύτεκνες οικογένειες και τις οικογένειες που αποκτούν τρίτο παιδί, για τις οποίες η φροντίδα της πολιτείας είναι εντελώς ανεπαρκής. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τους νόμους που ισχύουν χορηγούνται [και φορολογούνται (!) με συντελεστή 10%]:

– Πολυτεκνικό επίδομα στα παιδιά οικογενειών με 4 παιδιά και άνω που είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 23ο έτος της ηλικίας τους. Το επίδομα αυτό ανερχόταν για κάθε παιδί στο ποσόν των 4.973 δρχ. το έτος 1990 και σε 11.608 δρχ. το 2001. Αν ληφθεί υπόψη ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή από 42,6 το 1990 έφτασε το 106,7 το 2001, η αγοραστική δύναμη του επιδόματος του έτους 2001 σε τιμές του 1990 ανέρχεται σε 4.635 δρχ., είναι δηλαδή μειωμένο κατά 7% σε σύγκριση με το 1990.

– Επίδομα τρίτου παιδιού στις οικογένειες που αποκτούν τρίτο παιδί και μέχρις ότου το παιδί αυτό συμπληρώσει το 6ο έτος της ηλικίας του. Το επίδομα αυτό ανερχόταν σε 34.000 δρχ. το 1990 και σε 46.431 δρχ. το 2001. Αποπληθωρισμένο το ποσόν αυτό του 2001 ανέρχεται σε 18.537 σε τιμές του 1990. Είναι, δηλαδή, μειωμένο κατά -45,5% σε σύγκριση με το 1990.

Από το 1997 και μετά επιβλήθηκαν ορισμένα εισοδηματικά όρια. Αν το οικογενειακό εισόδημα ξεπερνούσε τα όρια αυτά, τα παραπάνω γλίσχρα επιδόματα κόβονταν.

Τόσο εξαιτίας της απαξίωσης των επιδομάτων λόγω πληθωρισμού όσο και των εισοδηματικών ορίων που επιβλήθηκαν, ο αριθμός των πολύτεκνων οικογενειών και των παιδιών τους και των οικογενειών με τρίτο παιδί που επιδοτούνταν από τον ΟΓΑ (τον οργανισμό που χορηγεί τα επιδόματα αυτά) παρουσιάζει συνεχή μείωση από το 1998 και μετά (δεν εξετάζουμε εδώ τη μεγάλη μείωση του αριθμού των επιδοτούμενων οικογενειών, που επήλθε το 1997 λόγω της επιβολής των εισοδηματικών ορίων). Η συνεχής αυτή μείωση φαίνεται από τον πίνακα που παραθέτουμε.

Από την τελευταία γραμμή του πίνακα φαίνεται ότι το 2001, σε σύγκριση με το 1998, σημειώθηκε μείωση σχεδόν κατά 10% των πολύτεκνων οικογενειών, κατά 6% των παιδιών τους και κατά 15% των οικογενειών με τρίτο παιδί που επιδοτούνταν από τον ΟΓΑ.

Μετά την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας ότι η επιβολή εισοδηματικών ορίων για τη χορήγηση του πολυτεκνικού επιδόματος και του επιδόματος τρίτου παιδιού είναι αντισυνταγματική, τα επιδόματα αυτά από 1.1.2002 χορηγούνται στις οικογένειες που τα δικαιούνται, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους. Κατά συνέπεια οι αριθμοί τους το 2002 θα αυξηθούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έχει σημειωθεί οποιαδήποτε αύξηση στον αριθμό των παιδιών των πολύτεκνων οικογενειών ή των οικογενειών που έχουν τρίτο παιδί.

Για να υπάρξει ουσιαστική οικονομική βοήθεια στις πολύτεκνες οικογένειες ή στις οικογένειες που έχουν αποκτήσει τρίτο παιδί και για να ενθαρρυνθούν τα ζευγάρια εκείνα που επιθυμούν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά (και οι έρευνες του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών δείχνουν ότι τα ζευγάρια που έχουν παιδιά θα ήθελαν περισσότερα αν τους το επέτρεπαν τα οικονομικά τους μέσα), είναι ανάγκη η κυβέρνηση να εφαρμόσει άμεσα τουλάχιστον τα παρακάτω μέτρα:

Α. Τα εντελώς ανεπαρκή πολυτεκνικά επιδόματα να διπλασιαστούν και από το ποσόν των 11.956, στο οποίο ανέρχονται σήμερα, να ανέλθουν στις 24.000 για κάθε παιδί και το ποσόν αυτό να είναι αφορολόγητο, και

Β. Για τις οικογένειες που έχουν ή αποκτούν τρίτο παιδί, να εφαρμοστεί η πρόταση του ομόφωνου πορίσματος της διακομματικής επιτροπής της Βουλής, σύμφωνα με την οποία: «Το επίδομα για το τρίτο παιδί να δίδεται μέχρι το τέλος της πρώτης σχολικής ηλικίας (12 ετών). Το ύψος του σήμερα να αυξηθεί στο 50% του κατώτατου μηνιαίου μισθού και με προοπτική αύξησής του, ώστε να φθάσει σύντομα το σύνολο του μισθού».

Στα τέλη του 2001 ο κατώτατος μισθός για έγγαμο ήταν 177.250 δρχ. Το 50% του ποσού αυτού είναι 88.625 δρχ. Κατά συνέπεια η υλοποίηση της πρότασης αυτής σήμερα, δηλαδή με καθυστέρηση 9 ολόκληρων χρόνων, απαιτεί τον διπλασιασμό και του επιδόματος τρίτου παιδιού, το οποίο το 2001 (μετά την αφαίρεση του φόρου 10%), ανερχόταν σε 41.788 δρχ. Φυσικά το επίδομα αυτό θα πρέπει να είναι αφορολόγητο και να αυξηθεί σταδιακά, για να φτάσει το ύψος του κατώτατου μισθού, όπως προτείνεται στο πόρισμα.

Εκτός, όμως, από τον άμεσο διπλασιασμό του επιδόματος για το τρίτο παιδί, είναι ανάγκη το επίδομα αυτό να χορηγείται όχι μέχρι την ηλικία των 6 ετών (που ισχύει σήμερα, με αποτέλεσμα το «κόψιμο» να προκαλεί σοβαρά προβλήματα σε οικογένειες με χαμηλό εισόδημα), αλλά σε πρώτη φάση μέχρι την ηλικία των 12 ετών, όπως προτείνεται στο πόρισμα, και στη συνέχεια να επεκταθεί μέχρι την ηλικία των 23 ετών, όπως ισχύει για τα πολυτεκνικά επιδόματα (εφόσον τα παιδιά είναι άγαμα).

Σε ό,τι αφορά το κόστος της αύξησης των επιδομάτων η οποία προτείνεται στο άρθρο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στον προϋπολογισμό του 2002 έχει εγγραφεί ποσόν 419,2 εκατ. ευρώ τόσο για το πολυτεκνικό επίδομα και το επίδομα τρίτου παιδιού όσο και για τη σύνταξη της πολύτεκνης μητέρας. Το ποσόν αυτό αντιπροσωπεύει ποσοστό ίσο με 0,30% [δηλαδή ούτε το ένα τρίτο του ενός τοις εκατό (!)] του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) του τρέχοντος έτους.

Αν ληφθεί υπόψη ότι στον προϋπολογισμό του 1996 είχε εγγραφεί ποσόν 119,2 δισ. δρχ. για τα ίδια επιδόματα και ότι το ποσόν αυτό αντιπροσώπευε ποσοστό 0,42% του ΑΕΠ του έτους εκείνου, η προτεινόμενη στο άρθρο αυτό αύξηση του πολυτεκνικού επιδόματος και του επιδόματος τρίτου παιδιού θα μπορούσε να καλυφθεί αν η σχετική πρόβλεψη του προϋπολογισμού του 2002 για τα επιδόματα αυτά αυξανόταν κατά το ποσόν εκείνο που απαιτείται, ώστε αυτά, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να επανέλθουν στο ύψος στο οποίο βρίσκονταν το 1996 (δηλαδή το 0,42%).

Είναι ευνόητο ότι, εκτός από τα παραπάνω μέτρα, θα πρέπει να υλοποιηθούν και όλες οι άλλες προτάσεις που περιέχονται στο ομόφωνο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής της Βουλής του 1993, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς την επίλυση του δημογραφικού είναι αδύνατη η επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος.

* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ.

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 13/04/2002


Αρέσει σε %d bloggers: