Οι πολύτεκνοι μπορούν να διεκδικήσουν την επανακαταβολή του επιδόματος που τους είχε «κόψει» η διοίκηση, επειδή δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου 2459/97 (για το ύψος του εισοδήματος και την καταβολή σχετικών δικαιολογητικών), από τη στιγμή που η τελευταία δεν ανακάλεσε τις σχετικές παράνομες πράξεις της.
Και τούτο, διότι, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας του 2001, που έκρινε τον επίμαχο νόμο αντισυνταγματικό, η διοίκηση οφείλει να επανεξετάσει τη νομιμότητα των πράξεών της και να τις ανακαλέσει, εφόσον πρόκειται για νομικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν κατά παράβαση του Δικαίου και του Συντάγματος.
Αυτό έκρινε το ΣτΕ δικαιώνοντας αρχικά μητέρα, η οποία είχε κάνει αίτηση κατά της άρνησης της διοίκησης να της επανακαταβάλει επίδομα πολυτέκνου που είχε διακοπεί, καθώς είχε κριθεί ότι δεν πληρούσε τις σχετικές προϋποθέσεις του νόμου.
Ειδικότερα, ζητούσε από τη διοίκηση επαναχορήγηση του επιδόματος αναδρομικά, ύστερα από απόφαση που είχε εκδώσει το ΣτΕ το 2001, με την οποία ο Ν. 2459/97 και οι προϋποθέσεις του είχε κριθεί ότι αντίκεινται στο άρθρο 21 του Συντάγματος περί προστασίας των πολυτέκνων.
Η διοίκηση δεν απάντησε εντός τριμήνου στην αίτηση και η πολύτεκνη προσέφυγε στα δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
Ακολούθως, εκδόθηκε και διοικητική πράξη, που απέρριψε ρητά το αίτημά της και όπου υποστηριζόταν ότι το δεδικασμένο του ΣτΕ δεν εκτεινόταν και υπέρ της, αφού δεν ήταν διάδικος στην απόφαση του 2001 και ότι η διακοπείσα παροχή θα μπορούσε να συνεχιστεί μόνο μετά την υποβολή νέας αίτησης.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ΣτΕ, «η διοικητική πράξη είχε στηριχθεί σε διάταξη νόμου, που κρίθηκε αντίθετη στο Σύνταγμα και η διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να επανεξετάσει, ύστερα από την υποβολή της αίτησης, τη νομιμότητα της πράξης και να προχωρήσει στην ανάκλησή της».
Δέχθηκε επίσης ότι «τυχόν ανάκληση μιας παράνομης πράξης είναι σύμφωνη με τις αρχές του κράτους δικαίου και της νομιμότητας που δεν ανέχονται νομικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν, κατά παράβαση του Δικαίου και του Συντάγματος», καθώς και ότι «τυχόν παράλειψη ανάκλησης της παράνομης διοικητικής πράξης συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ενώ η ρητή άρνηση για ανάκληση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, που επίσης μπορεί να προσβληθεί και να ακυρωθεί στα δικαστήρια».
Η συγκεκριμένη υπόθεση παραπέμφθηκε σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου, για να κριθούν τα περί καταβολής του επιδόματος και προσδιορισμού του οφειλόμενου ποσού.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.