Posts Tagged ‘Ελλάδα’

Η Ελληνική Οικογένεια και το Δημογραφικό Πρόβλημα

31 Ιανουαρίου 2019

 Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές οικογένειες κάνουν λιγότερα παιδιά, και τα κάνουν πιο αργά. Ποια είναι τα αίτια του φαινομένου και ποιες οι συνέπειες; Πώς μπορεί να σχεδιαστεί μια νέα οικογενειακή πολιτική για την Ελλάδα;

Από το 2011 και μετά, για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν στοιχεία, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται. Σύμφωνα με τις προβολές πρόσφατης έρευνας της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα). Οι σημαντικές προκλήσεις που προκύπτουν από αυτό το φαινόμενο είναι πολυάριθμες και η διαΝΕΟσις έχει ήδη αρχίσει να τις επισημαίνει στον δημόσιο διάλογο. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας, αποφασίσαμε να επικεντρώσουμε σε έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν το δημογραφικό πρόβλημα: Τη γονιμότητα.

Ομάδα ερευνητών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), με συντονιστή και επιστημονικό υπεύθυνο τον Διευθυντή Ερευνών του ΕΚΚΕ Διονύση Μπαλούρδο, μελέτησαν για λογαριασμό της διαΝΕΟσις τα διαθέσιμα δεδομένα για τη γονιμότητα στην Ελλάδα, κατέγραψαν την κατάσταση και στον υπόλοιπο κόσμο, ανέλυσαν τα αίτια των φαινομένων που επικρατούν και τις οικογενειακές πολιτικές που ακολουθούν χώρες που κατόρθωσαν να τα διαχειριστούν καλύτερα από άλλες, και κατέληξαν σε μια μελέτη η οποία, εκτός από τη χαρτογράφηση του προβλήματος, περιγράφει και προτάσεις πολιτικής για την αντιμετώπισή του.

Παρακάτω θα δούμε μερικά από τα βασικά στοιχεία του θέματος της χαμηλής γονιμότητας στην Ελλάδα και αλλού, την εικόνα της σημερινής κατάστασης καθώς και τρόπους αντιμετώπισής του.

1. Σήμερα οι οικογένειες γίνονται μικρότερες. Οι μονομελείς και οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται. Λίγα ζευγάρια συμβιώνουν και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά, από ό,τι στο παρελθόν. Η μέση ηλικία των γυναικών όταν αποκτούν το πρώτο τους παιδί αυξάνεται, ενώ αυξάνεται και η μέση ηλικία του πρώτου γάμου, μειώνονται οι γάμοι και αυξάνονται τα διαζύγια.

Μέσα στην κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού και στο να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η αναζήτηση και η αξιοποίηση των ευκαιριών απασχόλησης και για τα δύο φύλα δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη επαρκών παροχών, καθώς και δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας.

Το αποτέλεσμα;

Οι Ελληνίδες κάνουν πολύ λίγα παιδιά.

Το φαινόμενο της πολύ χαμηλής γονιμότητας φυσικά δεν είναι καινούριο, ούτε μόνο ελληνικό. Από τη δεκαετία του ’90 κιόλας σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε μια σημαντική πτώση στα ποσοστά γονιμότητας. Σχεδόν παντού οι γυναίκες άρχισαν να αναβάλλουν για αργότερα τις γεννήσεις των παιδιών τους, με αποτέλεσμα η γονιμότητα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περίοδο 1998-1999 να πέσει στα 1,44 παιδιά ανά γυναίκα -και σε κάποιες χώρες ακόμα και κάτω από το επονομαζόμενο «όριο ακραία χαμηλής γονιμότητας», που είναι τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία καμία χώρα της Ε.Ε. δεν είχε γονιμότητα πάνω από 2 παιδιά ανά γυναίκα. Αυτό ίσχυε ακόμα και σε χώρες όπως η Ιρλανδία, όπου μόλις την προηγούμενη δεκαετία η γονιμότητα ξεπερνούσε τα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα.

Καθώς οι συνθήκες ζωής σε αυτές τις κοινωνίες άλλαζαν, μεταβάλλονταν και οι κοινωνικές δομές τους. Η ηλικία αποχώρησης των παιδιών από το πατρικό σπίτι ολοένα μετατοπιζόταν. Τα παιδιά σπούδαζαν για περισσότερα χρόνια. Το πώς και το πότε τα ζευγάρια αποφάσιζαν να συζήσουν, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, άλλαζε επίσης. Το ίδιο και ο αριθμός των παιδιών που αποφάσιζαν να κάνουν. Το μοντέλο των οικογενειών με δύο εργαζομένους και διπλά εισοδήματα επίσης άλλαξε τις οικονομικές δυνατότητες των ζευγαριών και βοήθησε στη χειραφέτηση των γυναικών με πολλές ευεργετικές συνέπειες στις προηγμένες οικονομίες.

Τα φαινόμενα αυτά όμως δεν επηρέασαν όλα τη γονιμότητα στους ευρωπαϊκούς λαούς με τους τρόπους που πολλοί νομίζουν. Για παράδειγμα, η εντύπωση πως όταν η οικονομική κατάσταση είναι κακή η γονιμότητα μειώνεται και το αντίστροφο, δεν ισχύει ακριβώς. Η πρόσφατη έχει αποδείξει πως ακόμα και όταν οι οικονομίες ευημερούν, είναι πιθανό η γονιμότητα να πέφτει. Αν είναι κάτι που γίνεται σαφές από την εξονυχιστική ανάλυση του φαινομένου στην έρευνα της διαΝΕΟσις, είναι το ότι το θέμα της γονιμότητας (αλλά και το δημογραφικό εν γένει) είναι ένα θέμα εξαιρετικά πολύπλοκο. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το θέμα του γάμου. Πλέον στις οικονομικά πιο ευκατάστατες χώρες της Ευρώπης λιγότερο από το 25% των γυναικών ηλικίας 26 ετών είναι παντρεμένες -το 1990 το ποσοστό ήταν 50%. Παρ’ όλα αυτά αυτό το φαινόμενο επηρέασε ελάχιστα τη γονιμότητα. Σε κάποιες χώρες όπως η Γαλλία, μάλιστα, η μείωση των γάμων δεν την επηρέασε καθόλου -απλά αυξήθηκαν οι εκτός γάμου γεννήσεις. Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, αλλά σε 11 άλλες χώρες οι γεννήσεις εκτός γάμου είναι περισσότερες από τις γεννήσεις εντός (στην Ισλανδία 7 στις 10 γεννήσεις είναι εκτός γάμου).

Είναι αλήθεια πως αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τρόπο ζωής των πολιτών σε ολόκληρη την ήπειρό μας είναι πολλές και πολύ μεγάλες. Πλέον 1 στα 3 νοικοκυριά στην Ε.Ε. είναι ενήλικες που ζουν μόνοι τους. Το 20% των ανδρών ηλικίας άνω των 55 που έχουν χωρίσει στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει η έρευνα, «επενδύουν σε επόμενο κύκλο γάμου και αποκτούν και παιδί». Το 2008 ένα 58,4% των Ελλήνων ηλικίας 18-34 ζούσε με τους γονείς του. Το 2017 το ποσοστό είχε εκτοξευτεί στο 66,7%. Κι αυτό εξηγείται μόνο εν μέρει από την οικονομική κρίση και την ανεργία: σήμερα οι μισοί Έλληνες νέοι που έχουν πλήρη απασχόληση ζουν με τους γονείς τους.

Η Οικονομική Διάσταση Των Δημογραφικών Εξελίξεων

Το φαινόμενο που συνθέτουν αυτές οι σημαντικές αλλαγές στην παγκόσμια διάστασή του έχει χαρακτηριστεί από τους επιστήμονες ως»δεύτερη δημογραφική μετάβαση» και συνδέεται με όλες τις σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές, τεχνολογικές και πολιτισμικές αλλαγές που έχουν συμβεί στον κόσμο μας τις τελευταίες δεκαετίες.

Με αυτές τις αλλαγές δεδομένες -και μη αναστρέψιμες-, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι στη «δεύτερη δημογραφική μετάβαση» και οι κυμάνσεις της γονιμότητας κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών (το «2,1 παιδιά ανά γυναίκα», δηλαδή) πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Η έρευνα καταγράφει αναλυτικά τους μηχανισμούς με τους οποίους, σύμφωνα με τις σύγχρονες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, αυτές οι κοινωνικές αλλαγές επηρεάζουν τον δείκτη γονιμότητας στις σύγχρονες κοινωνίες.

Στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5, ένα κρίσιμο όριο. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, «καμία κοινωνία που έχει πέσει κάτω από αυτό το επίπεδο μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει ξανά πάνω από αυτό». Οι ίδιες κοινωνικές αλλαγές που είχαν τα ίδια αποτελέσματα και στις άλλες κοινωνίες, και επιπλέον και η μεγάλη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, επηρέασαν δραματικά τις γεννήσεις στη χώρα μας. Πλέον τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο, για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία. Πια μόνο στην Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν.

Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων πλέον φτάνει τα 44 έτη (από 39 το 2000 και 30 το 1960). To 1999 o δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας έφτασε στο ναδίρ του 1,23, κάτω δηλαδή από το όριο της «ακραία χαμηλής γονιμότητας». Έκτοτε υπήρξε μια μικρή αύξηση (το επονομαζόμενο «rebound» ή «catching-up effect» που συνήθως ακολουθεί μεγάλες πτώσεις της γονιμότητας) αλλά ο δείκτης παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 2016 ήταν στο 1,38.

Πλέον οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη. Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.

Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965, όμως, το ποσοστό ήταν 16,3%. Είπαμε, όμως, ότι το θέμα της γονιμότητας δεν είναι τόσο απλό. Στην Αγγλία και την Αυστρία, για παράδειγμα, το ποσοστό των γυναικών που δεν κάνουν κανένα παιδί είναι υψηλότερο από της Ελλάδας: περίπου 20% και στις δύο χώρες. Ο δείκτης γονιμότητας στις δύο χώρες όμως είναι πολύ διαφορετικός: 1,8 στην Αγγλία, και 1,53 στην Αυστρία. Ο λόγος είναι το μέγεθος των οικογενειών -στην Αγγλία είναι πολύ περισσότερες οι οικογένειες που έχουν τρία παιδιά, ενώ στην Αυστρία είναι πιο κοινές οι οικογένειες που έχουν ένα. Και οι δύο χώρες, πάντως, είναι σε καλύτερα επίπεδα από την Ελλάδα.

Είναι αυτή η κατάσταση μη-αναστρέψιμη; Όχι απαραίτητα. Αν και η «δεύτερη δημογραφική μετάβαση» προβλέπει χαμηλή γονιμότητα για χώρες σαν τη δική μας, παρ’ όλα αυτά κάποιες τα πάνε πολύ καλύτερα από άλλες. Η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι Σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν πολύ υγιέστερους δείκτες γονιμότητας και, παρ’ όλο που καμία δεν φτάνει το «2,1 παιδιά ανά γυναίκα», μερικές το προσεγγίζουν, και έτσι κοιτάζουν το δημογραφικό μέλλον τους με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Η δική μας χώρα πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσει το παράδειγμά τους.

Βεβαίως, ο πληθυσμός μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από τη γονιμότητα. Για παράδειγμα, πολλές προηγμένες χώρες προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της χαμηλής γονιμότητας ενθαρρύνοντας τη μετανάστευση ή και προσελκύοντας μετανάστες ενεργητικά. Αλλά σχεδόν όλες οι χώρες υλοποιούν και προγράμματα πολιτικής για να σταθεροποιήσουν ή και να αυξήσουν τον δείκτη γονιμότητας. Οι ερευνητές μελέτησαν κάποια από αυτά τα προγράμματα, και σχεδίασαν και μια σειρά από πολιτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στη δική μας χώρα, ώστε να αυξηθεί σημαντικά ο δείκτης γονιμότητας στο κοντινό μέλλον.

2.  Όπως αναλύεται διεξοδικά στην έρευνα, οι πολιτικές για τη γονιμότητα και τη στήριξη της οικογένειας κατά κανόνα ταξινομούνται σε τρεις άξονες:

1) Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών

2) Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.

3) Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή.

Στις επιτυχημένες περιπτώσεις οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται στην κάθε κοινωνία και δεν προσπαθούν να τις αντιστρέψουν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς μέρος του δημόσιου διαλόγου για το θέμα της γονιμότητας διεθνώς τείνει να δίνει έμφαση στην επιστροφή παρωχημένων οικογενειακών και κοινωνικών προτύπων, μια επιστροφή που για τις σύγχρονες κοινωνίες εκτός από ανεπιθύμητη είναι πιθανότατα και ανέφικτη.

Στη Σουηδία, για παράδειγμα, «η οικογενειακή πολιτική ποτέ δεν έχει κατευθυνθεί στοχευμένα στην ενθάρρυνση της τεκνοποίησης», γράφουν οι ερευνητές, «αλλά αντίθετα αποσκοπεί στην ενίσχυση της πρόσβασης των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην προώθηση της ισότητας των φύλων». Το σύστημα εκεί -εδώ και δεκαετίες μάλιστα- δεν προσπαθεί να ενθαρρύνει τις οικογένειες να κάνουν παιδιά per se, αλλά προσπαθεί αντίθετα να τους προσφέρει την σωστά σχεδιασμένη στήριξη και πρόσβαση σε υποδομές ώστε να έχουν οι γονείς την ευχέρεια να επιλέξουν πότε θα κάνουν παιδιά, και πόσα. Σε όλες τις Σκανδιναβικές χώρες θεωρείται αυτονόητο ότι και οι δύο γονείς εργάζονται και αναλαμβάνουν τη φροντίδα των παιδιών τους από κοινού, ενώ όλα τα παιδιά δικαιούνται υψηλής ποιότητας φροντίδα και εκπαίδευση από πολύ πρώιμη ηλικία. Στη Σουηδία, μάλιστα, υπάρχει αμειβόμενη γονική άδεια για τους πατέρες από το 1974. Αυτή η προσέγγιση έχει αποτέλεσμα: ο δείκτης γονιμότητας το 2016 στη χώρα ήταν 1,85 παιδιά ανά γυναίκα.

Ένα άλλο παράδειγμα από τη Γαλλία είναι το εξαιρετικά επιτυχημένο μέτρο της χορήγησης ευέλικτης άδειας για τους γονείς (μητέρα ή/και πατέρα), η οποία μπορεί να είναι από μερικής απασχόλησης για μικρό διάστημα μέχρι και πλήρης τριετής άδεια, με τον εργοδότη να μην πληρώνει τίποτε, και το κράτος να χορηγεί ένα επίδομα (35% του κατώτατου μισθού γι’ αυτούς που επιλέγουν τριετή άδεια -περίπου 350 ευρώ το μήνα). Κάθε χρόνο πάνω από μισό εκατομμύριο γονείς στη Γαλλία επιλέγουν αυτή την άδεια.

Αυτή και άλλες πολιτικές στήριξης της οικογένειας, από αποκεντρωμένες προνοιακές δομές μέχρι υποδομές μέριμνας για παιδιά εργαζομένων, που περιγράφονται αναλυτικά στην έρευνα, έχουν ως αποτέλεσμα ο δείκτης γονιμότητας για τη Γαλλία το 2016 να βρίσκεται στο εντυπωσιακό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα 1,92.

Αντίθετα, στη Γερμανία και την Αυστρία τα αποτελέσματα μέχρι πρόσφατα αποδεικνύονταν πενιχρά, μολονότι οι δαπάνες για οικογενειακή πολιτική ήταν εκεί πάντα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Τα αίτια ήταν η στόχευση και ο σχεδιασμός των πολιτικών, που απευθύνονταν κυρίως σε πιο «παραδοσιακές» μορφές οικογένειας, την ώρα που και εκεί αυξάνονταν οι μονογονεϊκές οικογένειες και η γυναικεία απασχόληση. Και στις δύο χώρες ο δείκτης γονιμότητας παρέμεινε σχετικά χαμηλότερα, κοντά στο όριο της πολύ χαμηλής γονιμότητας (1,6 για τη Γερμανία, 1,53 για την Αυστρία το 2016).

Σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η δική μας, δε, το μίγμα πολιτικών είναι κατά κανόνα και πενιχρό σε δημόσιες δαπάνες και επιδόματα, και ταυτόχρονα προσφέρει και περιορισμένη στήριξη στα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας -και ειδικά στις μητέρες.

Διεθνώς, οι πολιτικές για τη στήριξη οικογένειας συνήθως έχουν έξι στόχους:

1. Μείωση της φτώχειας και εισοδηματική υποστήριξη

2. Άμεση αποζημίωση για το οικονομικό κόστος των παιδιών

3. Προώθηση της απασχόλησης, ειδικά για γυναίκες

4. Μεγαλύτερη ισότητα των φύλων

5. Υποστήριξη ανάπτυξης για την πρώιμη παιδική ηλικία

6. Αύξηση της γεννητικότητας

Γενικά, τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής πρέπει σε γενικές γραμμές να στοχεύουν στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος. Αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας -όταν οι άμεσες ανάγκες μιας οικογένειας καλύπτονται, η ανησυχία για το μέλλον μειώνεται και η απόφαση τεκνοποίησης γίνεται ευκολότερη. Επιπλέον και στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να αντιμετωπίζεται το υψηλό κόστος φροντίδας και ανατροφής του παιδιού, ενώ πρέπει να στηρίζεται και η οικογενειακή ζωή, περιορίζοντας τις θυσίες στα επαγγελματικά και προσωπικά θέματα που καλούνται να κάνουν οι γονείς. Ο στόχος είναι τα ζευγάρια -και μάλιστα ειδικά τα νέα ζευγάρια- που επιθυμούν να κάνουν παιδί να μπορούν να πάρουν την απόφαση νωρίτερα ώστε να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο, αν θέλουν, να κάνουν και δεύτερο ή και τρίτο στο μέλλον.

Στη δική μας χώρα, συγκεκριμένα, η έρευνα υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να καταπολεμηθεί η έλλειψη προσιτών και προσβάσιμων υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης παιδιών, να αναπροσαρμοστούν τα χαμηλά επίπεδα οικονομικών παροχών και επιδομάτων και οι μικρές γονικές άδειες με χαμηλά επιδόματα και να καταργηθούν πολιτικές που κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, οδηγώντας τις Ελληνίδες στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση με τη μητρότητα.

Οι συνέπειες της σημερινής κατάστασης είναι οφθαλμοφανείς και στα στοιχεία. Οι Ελληνίδες έχουν το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις Ιταλίδες. Το 2017, το ποσοστό των Ελληνίδων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που συμμετείχαν στην αγορά εργασίας ήταν 68%, ένα ποσοστό που μοιάζει υψηλό, αλλά βεβαίως υπολείπεται δραματικά του 90% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.

Αλλά ποια οικογενειακή πολιτική έχουμε σήμερα στην Ελλάδα;

Στον ιδιωτικό τομέα οι άδειες που προσφέρονται στις μητέρες (αποκλειστικά) φτάνουν μέχρι τους 8 μήνες και μία εβδομάδα, με τη δυνατότητα μιας επιπλέον 4μηνης άδειας και για τους δύο γονείς άνευ αποδοχών, η οποία μπορεί να δοθεί τμηματικά μέχρι το παιδί να γίνει 6 ετών. Ένας από τους δύο γονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση.
Στο Δημόσιο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Μια μητέρα που κάνει το πρώτο της παιδί δικαιούται 12 μήνες άδεια. Οι 3 μήνες είναι αποκλειστικά για τη μητέρα και με πλήρεις αποδοχές, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να μοιραστούν στους δύο γονείς.

Σήμερα τα επιδόματα που δίνονται φτάνουν μέχρι τα 210 ευρώ τον μήνα για μια οικογένεια με τρία παιδιά και πολύ χαμηλό εισόδημα. Τρίτεκνες οικογένειες με ετήσιο εισόδημα πάνω από 34.000 ευρώ δεν δικαιούνται κανένα επίδομα. Άλλες παροχές περιλαμβάνουν την απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων (ή την απαλλαγή από το μισό τέλος για αυτοκίνητα άνω των 2.000 κυβικών εκατοστών, μολονότι τα περισσότερα επταθέσια οχήματα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία -και πληρώνουν και φόρο πολυτελείας), μειωμένο εισιτήριο στα ΜΜΜ, το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο της ΔΕΗ (με εισοδηματικά κριτήρια) και μοριοδότηση για διορισμό στο Δημόσιο.

Όπως έχουμε αναφέρει και στην έρευνά μας για την προσχολική αγωγή, περίπου 140.000 παιδιά βρίσκουν θέση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς κάθε χρόνο χάρη σε ένα πρόγραμμα ύψους 175 εκατ. ευρώ που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Δεκάδες χιλιάδες άλλα μικρά παιδιά παραμένουν εκτός δομών προσχολικής αγωγής, πράγμα που δεν έχει επιπτώσεις μόνο στις οικογένειές τους αλλά, όπως είδαμε και από την έρευνα της διαΝΕΟσις για την προσχολική αγωγή, και στη μελλοντική τους εξέλιξη. Και η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω και από άλλες χώρες σε αυτό το θέμα.

To 2002 οι επικεφαλής των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε. συμφώνησαν στη Βαρκελώνη να πετύχουν συγκεκριμένους στόχους για τη φύλαξη και την εκπαίδευση των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Μεταξύ άλλων, οι «στόχοι της Βαρκελώνης» περιλαμβάνουν το ότι το 90% των παιδιών ηλικίας από 3 μέχρι 5 θα βρίσκουν θέση σε παιδικούς σταθμούς κάθε χρόνο, και ότι το ίδιο θα συμβαίνει και με το 33% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών. Η Ελλάδα υπολείπεται πάρα πολύ άλλων ευρωπαϊκών χωρών και του μέσου όρου και στα δύο -τα αντίστοιχα ποσοστά βρίσκονται στο 55,6% και το 8,9% αντίστοιχα (2016).

Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπ’ όψιν, οι ερευνητές καταλήγουν σε μια δέσμη προτάσεων η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί, την καθιέρωση ενός πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2000 ευρώ ανά παιδί) και την ενίσχυση επιδομάτων τοκετού. Ενθαρρύνονται τόσο η ένταξη της μητέρας στην αγορά εργασίας και η παραμονή της σε αυτήν, όσο και η ενεργός συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού ή των παιδιών. Προτείνεται ακόμα η διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών σταθμών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών (που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών), αλλά και η εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά).

Προτείνεται, εξάλλου, η δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.

Όλα τα στοιχεία και όλες οι προτάσεις πολιτικής αναλύονται στο πλήρες κείμενο της μελέτης, το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ:

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚO ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚEΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤHΡΙΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓEΝΕΙΑΣ (PDF)
ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ (30 Ιανουαρίου 2019)

Λιγοστεύουμε λόγω κρίσης: «Χάθηκε» ο πληθυσμός της Ηπείρου σε μια δεκαετία

22 Ιανουαρίου 2019

Κατά 355.000 ανθρώπους – όσοι είχαν απογραφεί στην Ήπειρο το 2011- μειώθηκε ο ελληνικός πληθυσμός – Η προϋπάρχουσα τάση μείωσης των γεννήσεων επιδεινώθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης

Κατά το διάστημα 2008-2017 η Ελλάδα «έχασε» την Ήπειρο από τον πληθυσμό της: κατά 355.000 κατοίκους μειώθηκε ο πληθυσμός της, όσοι δηλαδή είχαν απογραφεί το 2011 στην περιφέρεια της Ηπείρου. Το ίδιο χρονικό διάστημα καταγράφηκε επίσης και ανατροπή του μεταναστευτικού ισοζυγίου με τη διαρροή στο εξωτερικό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων παραγωγικής ηλικίας και υψηλής εκπαίδευσης και ειδίκευσης.

Τις δραματικές αυτές επισημάνσεις έκανε, μεταξύ άλλων, ο επίκουρος Καθηγητής Επιδημιολογίας και Επαγγελματικής Υγιεινής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κύριος Γιώργος Ραχιώτης στην πρόσφατη διάλεξη του με θέμα «Όψεις του Δημογραφικού Προβλήματος στην Ελλάδα. Παρελθόν, Παρόν & Στόχοι» στο Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Όπως ανέφερε ο καθηγητής, η δημογραφική ανισορροπία προσλαμβάνει χαρακτήρα προβλήματος εθνικής ασφάλειας ιδιαίτερα σε εθνικά ευαίσθητες περιοχές. Στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και ειδικότερα στην Περιφερειακή Ενότητα Ροδόπης, οι θάνατοι (1.425) ήταν διπλάσιοι από τις γεννήσεις (791) το 2017.

Σημαντική είναι και η ανατροπή του ισοζυγίου στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου (2.031 θάνατοι, 1.203 γεννήσεις), αλλά και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου.

Ευρωπαϊκό φαινόμενο η μείωση των γεννήσεων

Σύμφωνα με τον κ. Ραχιώτη,»το φαινόμενο της μείωσης των γεννήσεων δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Αντίθετα, είναι ενταγμένο σε ένα ευρύτερο Ευρωπαϊκό και «Δυτικό» πλαίσιο. Η μείωση των γεννήσεων έχει πολυπαραγοντική αιτιολογία (π.χ. αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στο παραγωγικό δυναμικό, μεταβολές στο σύστημα προσωπικών αξιών,οικονομικοί παράμετροι, κρατική μέριμνα για την ενίσχυση της οικογένειας κλπ). Στο παραπάνω πλαίσιο παρατηρείται ήδη από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 μια τάση μείωσης των γεννήσεων και στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, ο πληθυσμός αυξανόταν λόγω του θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου (υπεροχή των εισερχόμενων μεταναστών έναντι των εξερχόμενων), αλλά και λόγω του ότι ο αριθμός των γεννήσεων υπερτερούσε του αριθμού των θανάτων».

Όμως, η οικονομική κρίση και η επακόλουθη υπαγωγή της χώρας στον μηχανισμό του μνημονίου, ανέτρεψε τις ισορροπίες.
«Η Ελλάδα υπέστη μια κολοσσιαία οκονομική και κοινωνική καταστροφή (πτώση του ΑΕΠ κατά 30%, έκρηξη της ανεργίας), πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα. Οι ευαίσθητες δημογραφικές ισορροπίες ανατράπηκαν, οι γεννήσεις μειώθηκαν δραματικά . Ενδεικτικά κατά την περίοδο 2015-2017 οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 91.207, ενώ το 2017 οι γεννήσεις έπεσαν κάτω από τις 90.000 ετησίως» ανέφερε ο ειδικός.

Ελληνικό έλλειμμα στην στήριξη της μητρότητας και των γεννήσεων

Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ αναφορικά με την εφαρμογή πολιτικών για τη στήριξη της μητρότητας και των γεννήσεων (π.χ. επιδοματική πολιτική, φορολογικές ελαφρύνσεις κλπ), τόνισε ο καθηγητής, εξηγώντας τη συρρίκνωση του πληθυσμού.

Ανέφερε ως καλό πρότυπο πολιτικής εκείνη που ακολουθήθηκε την περίοδο 2004-2009 οπότε ελήφθησαν σημαντικά μέτρα με στόχο την ενίσχυση της γεννητικότητας, με έμφαση στις πολύτεκνες και τρίτεκνες οικογένειες. Τα μέτρα αυτά περιελάμβαναν οικονομικές ενισχύσεις, αλλά και μέτρα θεσμικού χαρακτήρα με ευεργετικό οικονομικό αντίκτυπο. Επίσης, αυξήθηκε το διάστημα της άδειας μητρότητας για τις μητέρες που εργάζονταν στον ιδιωτικό τομέα.

Δυστυχώς τα περισσότερα από τα μέτρα αυτά έτυχαν δραστικής περικοπής κατά την περίοδο που ακολούθησε την υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου καταργήθηκαν ευεργετικά μέτρα παλαιότερων κυβερνήσεων, με ενδεικτικά παραδείγματα την κατάργηση νόμου του 1994 για την αύξηση του αφορολόγητου για τις πολύτεκνες οικογένειες και νόμου του 1990 για την ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας.

«Για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να δρομολογηθεί σχέδιο για την επάνοδο στη χώρα των νέων επιστημόνων παραγωγικής ηλικίας και υψηλής ειδίκευσης, ενώ απαιτείται και η επαναθέσπιση κινήτρων προστασίας της μητρότητας και των γεννήσεων, όχι μόνο για τους πολύτεκνους και τρίτεκνους, αλλά και για το πρώτο και δεύτερο παιδί. Τέλος, πρέπει να εκπονηθεί επειγόντως σχέδιο αποκατάστασης της δημογραφικής ισορροπίας σε ευαίσθητες περιοχές της χώρας με έμφαση στην Ελληνική Θράκη», κατέληξε στην ομιλία του ο κ. Ραχιώτης.

Τότα Καρλατήρα

ΠΗΓΗ: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (21/01/2019)

 

Καμπανάκι ΙΟΒΕ: Η Ελλάδα γερνάει – Ο μαθητικός πληθυσμός μειώνεται

18 Δεκεμβρίου 2018
Γερνάει ραγδαία ο πληθυσμός της Ελλάδας. Μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού (που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευσης κυρίως αλλοδαπών που σημειώθηκε στη χώρα μετά την έναρξη της κρίσης), αλλά και στη μεγάλη μείωση των γεννήσεων, από το 2010 ως σήμερα, δείχνει πανελλαδική μελέτη του Ιδρύματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)
Η έρευνα έγινε για να αναζητηθούν οι επιπτώσεις της κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής στην τρέχουσα και τη μελλοντική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. Το ΙΟΒΕ εκτιμάει ότι τα κενά εκπαιδευτικών στα σχολεία και οι ελλείψεις, οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης.
Η μελέτη αναλύει τις μεταβολές που έχουν σημειωθεί στα βασικά μεγέθη και δείκτες λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις των δημογραφικών μεταβολών που έχουν σημειωθεί, στη μελλοντική εξέλιξη και προοπτική της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος.
Σύμφωνα με την μελέτη, η σημαντικότερη μεταβολή στα μεγέθη αυτά αφορά στη μείωση του μαθητικού πληθυσμού, που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευσης κυρίως αλλοδαπών που σημειώθηκε στη χώρα μετά την έναρξη της κρίσης, αλλά και στη μεγάλη μείωση των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010 και έπειτα. Εξέλιξη που έχει πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις.
Τα σημαντικότερα ευρήματα και συμπεράσματα της μελέτης αφορούν στα εξής:
Μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών στην δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε σημαντικά από 145 χιλ το 2000 σε 180 χιλ το 2010 (αύξηση 24%). Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών σημείωσε σημαντική μείωση από 180 χιλ το 2010 σε 152 χιλ το 2017 (μείωση 15,6%).
Οι αυξομειώσεις του αριθμού των εκπαιδευτικών που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, μετέβαλαν σημαντικά τις αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών στο σύνολο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, πριν από την κρίση, η αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών από 1:10,6 (2000) μειώθηκε σε 1:8,2 (2009). Μετά την έναρξη της κρίσης, οι αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών αυξήθηκαν εκ νέου σε 1:9,5 (2017).
Παρά την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε από το 2010 και έπειτα, οι αναλογίες εκπαιδευτικών μαθητών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένουν στην Ελλάδα μικρότερες από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, οι αναλογίες αυτές είναι μικρότερες από τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είτε στις κεντρικές περιφέρειες της χώρας (Αττική, Κεντρική Μακεδονία), όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του μαθητικού πληθυσμού, είτε στις περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές με μικρότερο πληθυσμό και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες (π.χ. δυσπρόσιτα σχολεία νησιωτικών ή ορεινών περιοχών).
Προκύπτει, επομένως, το συμπέρασμα ότι οι ελλείψεις και τα κενά εκπαιδευτικών που παρουσιάζονται κάθε χρόνο στα ελληνικά σχολεία, οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης, στην αξιοποίηση και διαχείριση του προσωπικού της εκπαίδευσης, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος.
Ο αριθμός των σχολικών μονάδων, έβαινε μειούμενος με αργό ρυθμό την περίοδο πριν από την κρίση από 15.714 το 2000 σε 15.547 το 2009 (μείωση 1,1%) και επιταχύνθηκε έτσι ώστε το 2015 μειώθηκε σε 13.870 (μείωση 10,8%), στο πλαίσιο του εξορθολογισμού και της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης.
Ύστερα από την έναρξη της κρίσης και ως αποτέλεσμα της διακοπής των προσλήψεων, η αναλογία μονίμων/αναπληρωτών εκπαιδευτικών μεταβλήθηκε σημαντικά. Στο δημοτικό σχολείο από 7% το 2004 και 6,6% το 2008 σε 18,7% το 2015, στο Λύκειο το ποσοστό των αναπληρωτών από 3,1% το 2002 και 3,6% το 2009 ανήλθε σε 6,8% το 2015, ενώ στην Επαγγελματική Εκπαίδευση από 7,4% το 2002 και 4,8% το 2009 ανήλθε σε 8,9 το 2015.
Επιπλέον, η κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς ο αριθμός των μαθητών από 94,2 χιλ. το 2000 και 93,4  χιλ. το 2009 μειώθηκαν σε 70,7 χιλ. το 2015 (-24,9% σε σχέση με το 2000). Οι εκπαιδευτικοί από 9,0 χιλ. το 2000 και 8,9 το 2009 μειώθηκαν σε 8,3 χιλ. το 2014 (-8,4% σε σχέση με το 2000).
Η σημαντικότερη όμως επίπτωση της κρίσης στη λειτουργία της εκπαίδευσης, που διαπίστωσε η παρούσα μελέτη, αφορά στη μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού που σημειώθηκε μετά την έναρξη της κρίσης καθώς από 1,53 εκ το 2000 μειώθηκε σε 1,49 εκ το 2009 (-3,1%) και 1,44 εκ το 2016 (-5.9% συγκριτικά με το 2000). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται:
α) στην εξωτερική μετανάστευση οικογενειών κυρίως αλλοδαπών μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε κατά 55,9% (από τους 159,5 χιλ. στους 70,3 χιλ.),
β) στην μείωση των γεννήσεων που σημειώθηκε από το 2010 και εντάθηκε από το 2012 και μετά (με εξαίρεση το 2016, όταν σημειώθηκε αύξηση σε σχέση με το 2015). Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε ήδη να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162 χιλ. το 2014 σε 155,2 χιλ. το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107,2 το 2016 σε 101,9 το 2017).
Οι μεταβολές αυτές στο μαθητικό πληθυσμό αποτελούν έμμεσες αλλά βαθύτερες επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, καθώς συνδέονται με τη μεγάλη μείωση της απασχόλησης που σημειώθηκε, τη διάρκεια της ύφεσης της οικονομίας και της καθυστέρησης της ανάκαμψης της απασχόλησης, τις επιπτώσεις στον οικογενειακό προγραμματισμό λόγω της αβεβαιότητας και της έλλειψης οικονομικής εμπιστοσύνης που επήλθε, καθώς και την εξωτερική μετανάστευση αλλοδαπών και Ελλήνων σε αναπαραγωγική ηλικία.
Αυτές οι επιπτώσεις της κρίσης δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί και αποτυπωθεί πλήρως στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Από τη μια, η μείωση του αριθμού των μαθητών που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση έχει ήδη συντελεσθεί, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι έχει σταματήσει και ολοκληρωθεί. Από την άλλη, η μείωση του αριθμού των μαθητών, που οφείλεται στη μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης, έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να αποτυπώνεται στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Οι επιπτώσεις της μείωσης των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010 και έπειτα, και συνεχίζεται μέχρι και το 2017 αναμένεται να εκδηλωθούν σταδιακά και εντονότερα τα προσεχή χρόνια και να μεταβάλλουν ριζικά το συνολικό τοπίο του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι δημογραφικές επιπτώσεις
Προκειμένου να καταγράψει και αναδείξει πληρέστερα τις επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, η μελέτη του ΙΟΒΕ εκπόνησε εναλλακτικά σενάρια μελλοντικής εξέλιξης και προοπτικής του εκπαιδευτικού συστήματος με βάση τις δημογραφικές τάσεις.
Τα εναλλακτικά αυτά σενάρια μελλοντικής προοπτικής δείχνουν ότι, αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές (τέτοιες ώστε να έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των γεννήσεων ή την μαζική επιστροφή Ελλήνων και την εισροή μεταναστών από  άλλες χώρες στην Ελλάδα τα προσεχή χρόνια), ο συνολικός αριθμός των μαθητών από 1,48 εκ το 2008 θα μειωθεί σε 1,05 εκ περίπου (29,2 % ή 423,3 χιλ λιγότεροι μαθητές) μέχρι το 2035, όταν δηλαδή θα έχει ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πιο πρόσφατη μείωση γεννήσεων που σημειώθηκε το 2017.
Όπως αναφέρθηκε, ήδη καταγράφεται μείωση του αριθμού νηπίων στα νηπιαγωγεία καθώς και του αριθμού μαθητών στις πρώτες τάξης του δημοτικού σχολείου ενώ οι επιπτώσεις της έναρξης μείωσης των γεννήσεων που σημειώθηκε το 2010 θα αρχίσουν να αποτυπώνονται στη λειτουργία του Γυμνασίου από το 2022, ενώ στα Γενικά και τα Επαγγελματικά Λύκεια από το 2025. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι επιπτώσεις αυτές θα αρχίσουν να εκδηλώνονται από το 2028 και έπειτα.
Συγκεκριμένα, ανάλογα και με την κατεύθυνση και τις επιλογές της κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής για τη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος που θα εφαρμοστεί τα προσεχή χρόνια (αδράνεια, προσαρμογή ή ευρωπαϊκή σύγκλιση της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος), στο πλαίσιο της παραπάνω προοπτικής μείωσης του μαθητικού πληθυσμού:
α) ο αριθμός των σχολικών μονάδων ενδέχεται να μειωθεί έως 10,7 χιλ. το 2035 από 15,5 χιλ. 2008 (μείωση κατά 30,8% ή 4,8 χιλ σχολικές μονάδες),
β) ο αριθμός των εκπαιδευτικών από 180,3 χιλ το 2009 ενδέχεται να μειωθεί το 2035 σε 110,5 χιλ (μείωση 38,7% στο σενάριο προσαρμογής)  και σε 80,7 χιλ (μείωση 55,2% στο σενάριο της ευρωπαϊκής σύγκλισης).
Οι επιπτώσεις της μείωσης των μαθητών στις ανάγκες σε εκπαιδευτικούς που απαιτούνται για τη λειτουργία των σχολείων, ανάλογα και με το σενάριο εκπαιδευτικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί τα προσεχή χρόνια, αναμένεται να έχουν επιπτώσεις στις διαφορετικές ειδικότητες εκπαιδευτικών. Ειδικότερα, οι επιπτώσεις αυτές αναμένεται ότι θα εκδηλωθούν πρώτα (2018) στην ειδικότητα των Δασκάλων καθώς και των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων που διδάσκουν στα Δημοτικά σχολεία (Αγγλικής, Γαλλικής, Γερμανικής, Φυσικής Αγωγής, Μουσικής, Καλλιτεχνικών, Πληροφορικής).
Η σταδιακή επέκταση της 2ετούς υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης (από το 2018) μετριάζει τις επιπτώσεις των δημογραφικών μεταβολών και αναβάλει προσωρινά για το 2019 την έναρξη εκδήλωσής τους στον αριθμό των νηπίων και στις ανάγκες για νηπιαγωγούς. Από το 2022 όμως, οι επιπτώσεις αυτές θα αρχίσουν να εκδηλώνονται και στις υπόλοιπες ειδικότητες εκπαιδευτικών μέσης εκπαίδευσης, και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια καθώς ο αριθμός των μαθητών θα μειώνεται σταδιακά και εντονότερα.
Η έκταση του πλεονάσματος εκπαιδευτικών, συνολικά και ανά ειδικότητα που ενδέχεται να δημιουργηθεί τα προσεχή χρόνια, λόγω των δημογραφικών μεταβολών θα εξαρτηθεί και από τον αριθμό και την εξέλιξη των συνταξιοδοτήσεων/αποχωρήσεων εκπαιδευτικών καθώς και από την πολιτική προσλήψεων εκπαιδευτικών τα προσεχή χρόνια.
Η μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικούς για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, που προβλέπεται τα προσεχή χρόνια, θα έχει επίσης δυσμενείς επιπτώσεις στη σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την απασχόληση, καθώς ο κλάδος της εκπαίδευσης (δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια κλπ.) απορροφά μεγάλο μέρος των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης και ιδιαίτερα των αποφοίτων πανεπιστημίων.
Ακόμα, η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται με τα σημερινά δεδομένα θα έχει σημαντικές  επιπτώσεις  στην εισαγωγή μαθητών στην ανώτατη εκπαίδευση, καθώς οι απόφοιτοι Λυκείου που διεκδικούν την εισαγωγή τους στην ανώτατη εκπαίδευση από 71,8 χιλ. (2008) θα μειωθούν σε 54,2 χιλ. το 2035 (-24,5% ή 17,6 χιλ λιγότεροι), ενώ οι εισερχόμενοι στην ανώτατη εκπαίδευση από 68 χιλ θα μειωθούν σε 51,8 χιλ. το 2035 (-23,8% ή -16,2 χιλ λιγότεροι), αν διατηρηθεί η σημερινή αναλογία αποφοίτων-εισερχόμενων.
Οι πρώτες επιπτώσεις στην εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση και στο πρώτο έτος των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης αναμένεται να εκδηλωθούν από το 2027 και έπειτα. Αν οι αριθμός των πρωτοετών φοιτητών στην ανώτατη εκπαίδευση παραμείνει σταθερός μέχρι το 2035, η διαφορά του με τον αριθμό των αποφοίτων Γενικού Λυκείου μετά το 2026 διευρύνεται σημαντικά.
Τέλος, όπως αναφέρεται στην έρευνα, οι δημογραφικές μεταβολές που έχουν σημειωθεί και η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται, αν δεν αναστραφούν σύντομα, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και την οικονομία, λόγω μειωμένης προσφοράς νέων αποφοίτων, προσόντων και δεξιοτήτων.
Ειδικότερα, αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές στις εκπαιδευτικές ροές και τις επιλογές των μαθητών, ο ήδη ισχνός συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αριθμός των μαθητών της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης θα μειωθεί από 106,5 χιλ. το 2008 σε 80,5 χιλ. το 2035 (-26 χιλ. ή -24,4%), ενώ ο αριθμός των αποφοίτων κατ’ έτος από 37,3 χιλ. το 2010 σε 24,1 χιλ. το 2035 (-5,3 χιλ. ή -18,1%). Οι επιπτώσεις αυτές θα ξεκινήσουν να εκδηλώνονται από το 2027 και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια, μέχρι τουλάχιστον το 2035.
ΠΗΓΗ: IN.GR (17.12.2018)

Washington Post: Πού πήγαν όλα τα παιδιά; Πως η οικονομική κρίση στην Ελλάδα επηρεάζει το δημογραφικό

3 Δεκεμβρίου 2018

 

Εκτενές δημοσίευμα για τη μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα, λόγω της οικονομικής κρίσης, που  παραθέτει μαρτυρίες  γονέων,  δασκάλων  και  ειδικών. 

Το δημοσίευμα ξενικά παρουσιάζοντας την πρώτη ημέρα στο δημοτικό σχολείο Καλπακίου. Τα παιδιά φτάνουν στο σχολείο, στοιχίζονται ανά τάξη, ωστόσο μια μητέρα που συνόδευσε το πρωτάκι της αναρωτήθηκε: πού είναι τα παιδιά;  Η μητέρα, που είχε φοιτήσει στο ίδιο σχολείο αναφέρει ότι πίστευε πως η αυλή θα ήταν γεμάτη παιδιά.  Η μικρότερη τάξη στο δημοτικού του Καλπακίου αντανακλά τα εντεινόμενα δημογραφικά προβλήματα της Ελλάδας. Στην Α’ δημοτικού στο σχολείο του Καλπακίου φοιτούν 13 παιδιά. Ορισμένοι μαθητές είναι τα μόνα παιδιά στα χωριά που διαβιούν.

Επίσης,  περίπου 6 σχολεία στην περιοχή έκλεισαν πρόσφατα.  Όλο και περισσότεροι μελλοντικοί γονείς φεύγουν ή αναβάλλουν την απόκτηση παιδιού λόγω της ανεργίας ή όπως η δασκάλα της Α’ δημοτικού στο Καλπάκι επειδή το εισόδημά τους είναι πολύ μικρό.

Η ελληνική οικονομία δεν εξαρτάται πλέον από πρόγραμμα διάσωσης, όμως η χώρα τώρα αρχίζει να έρχεται αντιμέτωπη με την επόμενη φάση του κινδύνου, την μείωση των γεννήσεων που εγείρει τη πιθανότητα μιας  συρρικνωμένης, αποδυναμωμένης Ελλάδας τα επόμενα χρόνια.  Κατά την βαθιά και παρατεταμένη κρίση μειώθηκε ο ήδη χαμηλός δείκτης γεννήσεων, όπως συνέβη στις προβληματικές οικονομίες της νότιας Ευρώπης.

Η Ελλάδα επλήγη επίσης από έναν δεύτερο παράγοντα, 500.000 άτομα εγκατέλειψαν τη χώρα, οι περισσότεροι νέοι,   δυνάμει γονείς. Η ύφεση της χώρας συνέβαλε στη δημιουργία της  μικρότερης σε μέγεθος γενιάς μεταπολεμικά.

Στη συνέχεια το δημοσίευμα κάνει λόγο για  τον δείκτη γονιμότητας της χώρας, 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα  που είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη.  Σημειώνεται ότι πριν την κρίση ο δείκτης γονιμότητας ήταν ανοδικός.  Ωστόσο, λόγω της εξόδου  των μελλοντικών γονέων,  ο αριθμός των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα υποχώρησε -θεαματικότερα από τον δείκτη γονιμότητας-  σε ιστορικά χαμηλό.  Το 2009 γεννήθηκαν 118.000 παιδιά ενώ το 2017 88.500.

Σε ορισμένες χώρες, μετά από οικονομικές κρίσεις  ο  δείκτης γονιμότητας ανέκαμψε.  Όμως,  αυτό είναι απίθανο  να συμβεί στην Ελλάδα δήλωσε ο Β. Κοτζαμάνης, καθηγητής δημογραφίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, γιατί  ακόμη και πριν την κρίση η μέση γυναίκα δεν αποκτούσε παιδί πριν τα 31 έτη.  Ορισμένες γυναίκες, που ανέβαλαν την εγκυμοσύνη, κατά την περίοδο της ύφεσης, έχασαν δια παντός την ευκαιρία.  Συνεπώς, η κρίση μείωσε μόνιμα το μέγεθος της νεότερης ελληνικής γενιάς, καθώς και τον αριθμό των μελλοντικών γονέων, τόνισε ο Β. Κοτζαμάνης.  Θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες, επεσήμανε.

Επίσης, γίνεται αναφορά  στα ελλιπή κρατικά προγράμματα στήριξης της οικογένειας στις ελλείψεις στις υποδομές παιδικής φροντίδας και  στη δυσκολία να βρει κανείς γιατρό στις αγροτικές περιοχές.

Chico Harlan

ΠΗΓΗ: Washington Post (2.12.2018)

ΑΣΠΕ: Στοιχεία-σοκ για το δημογραφικό και τις φορολογικές αδικίες σε βάρος των πολυτέκνων

5 Νοεμβρίου 2018

Συγκλονιστικά στοιχεία για το μέγεθος του δημογραφικού προβλήματος στην χώρα μας και τους κινδύνους που αυτό εγκυμονεί για την συνέχιση της ύπαρξης της Ελλάδος περιλαμβάνονται σε αναλυτικό ενημερωτικό σημείωμα επισημάνσεων που εξέδωσε η Ανώτατη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος, ενόψει της αυριανής εορτής των πολυτέκνων. Στο ίδιο σημείωμα επισημαίνονται δύο κατάφορες αδικίες που προκαλούν σε βάρος των πολυτέκνων οικογενειών οι ισχύουσες διατάξεις για τη φορολογία εισοδήματος και για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.).

Σύμφωνα με τις βασικότερες επισημάνσεις της Α.Σ.Π.Ε.:

1) Με βάση τα κριτήρια του ΟΗΕ, μια χώρα χαρακτηρίζεται γηρασμένη όταν το ποσοστό των ηλικιωμένων υπερβαίνει το 7% του πληθυσμού. Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 21,3% του πληθυσμού. Δηλαδή η Ελλάδα έχει τριπλάσιο μέγεθος γηρασμένου πληθυσμού από το όριο που χαρακτηρίζει μία χώρα ως γηρασμένη! Επιπλέον είναι η 2η πιο γηρασμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 κρατών μελών, μετά την Ιταλία, με το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών να έχει φθάσει το έτος 2017 στο 21,5%!!

2) Η Ελλάδα τον Απρίλιο του 1932 κηρύχθηκε επισήμως σε πτώχευση. Η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν τότε αδιαμφισβήτητα πολύ χειρότερη από την οικονομική κατάσταση του 2010, που ο τότε Πρωθυπουργός εισήγαγε την πατρίδα μας στην εποχή των Μνημονίων.

Ωστόσο:

– Την επταετία 1933-1939, που ακολούθησε τη χρεοκοπία του 1932, οι γεννήσεις ανήλθαν σε 189.583, 208.929, 192.511, 193.343, 183.878, 184.509 και 178.852 αντιστοίχως και συνολικώς σε 1.331.605, οι δε θάνατοι σε 111.447, 100.651, 101.416, 105.005, 105.674 ,93.766 και 100.457 αντιστοίχως και συνολικώς σε 718.416, δηλ. είχαμε υπεροχή των γεννήσεων κατά 613.189.

– Την επταετία 2011-2017, οι γεννήσεις ανήλθαν σε 106.428, 100.371, 94.134, 92.148, 91.847, 92.898 και 88.553 αντιστοίχως και συνολικώς σε 666.379, οι δε θάνατοι σε 111.099, 116.670, 111.794, 113.740, 121.212, 118.792 και 124.501 αντιστοίχως και συνολικώς σε 817.606, δηλαδή είχαμε υπεροχή θανάτων κατά 151.427!

3) Αξιοσημείωτα είναι και τα παρακάτω επιμέρους στοιχεία για τους θανάτους και τις γεννήσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας μας:

α) Το 2017, στους 14 από τους 51 νομούς της Ελλάδος, οι θάνατοι ήταν υπερδιπλάσιοι από τις γεννήσεις. Οι νομοί αυτοί ήταν:

– Δράμας: 675 γεννήσεις έναντι 1.433 θανάτων.

– Κιλκίς: γεννήσεις 499 – θάνατοι 1.240.

– Σερρών: γεννήσεις 984 – θάνατοι 2.677.

– Γρεβενών: γεννήσεις 147 θάνατοι 314.

– Άρτας: γεννήσεις 441 – θάνατοι 979.

– Πρέβεζας: γεννήσεις 372 – θάνατοι 767.

– Καρδίτσας: γεννήσεις 672 – θάνατοι 1.707.

– Τρικάλων: γεννήσεις 873 θάνατοι 1.786.

– Φθιώτιδος: γεννήσεις 972 θάνατοι 2017.

– Ευρυτανίας γεννήσεις 95 – θάνατοι 233.

– Φωκίδος γεννήσεις 187 – θάνατοι 469.

– Αρκαδίας γεννήσεις 525 θάνατοι 1.112.

– Λακωνίας γεννήσεις 561 – θάνατοι 1.253.

– Μεσσηνίας γεννήσεις 1.161 – θάνατοι 2.228.

β) Σε όλους τους λοιπούς νομούς (πλην Δωδεκανήσου και Ηρακλείου, όπου υπάρχει μικρή υπεροχή των γεννήσεων), οι θάνατοι υπερτερούσαν εμφανώς των γεννήσεων το 2017!

4) Με το άρθρο 112 του Ν. 4387/2016, ορίζονται τα εξής: «1. Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου 15 (σ.σ. μετά την υπαγωγή του εισοδήματος από μισθό ή σύνταξη στη φορολογική κλίμακα) μειώνεται κατά το ποσό των 1.900 ευρώ για το φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, όταν το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ. Η μείωση του φόρου ανέρχεται σε 1.950 ευρώ για το φορολογούμενο με ένα (1) εξαρτώμενο τέκνο, σε 2.000 ευρώ για δύο (2) εξαρτώμενα τέκνα και σε 2.100 ευρώ για τρία (3) εξαρτώμενα τέκνα και άνω. Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των ποσών αυτών, η μείωση του φόρου περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου….».

Με την παραπάνω ρύθμιση ο άγαμος έχει αφορολόγητο 8.636 ευρώ, που είναι το ύψος του ετησίου εισοδήματος στο οποίο αντιστοιχεί το ποσό της μείωσης φόρου των 1.900 ευρώ (8.636 Χ 22%). Το όριο της φτώχειας σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανέρχεται σε 4.560 για τον άγαμο. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 50% για την σύζυγο (δηλ. για τον έγγαμο χωρίς παιδιά είναι επί πλέον 2.280 ευρώ και συνολικά 6.840 ευρώ) και κατά 30% για κάθε εξαρτώμενο τέκνο κάτω των 14 ετών και κατά 50% για κάθε εξαρτώμενο τέκνο άνω των 14 ετών (βλ. δελτίου τύπου ΕΛ.ΣΤΑΤ 22-6-2018). Δηλαδή, το όριο φτώχειας για έναν πολύτεκνο με σύζυγο και 4 εξαρτώμενα τέκνα κάτω των 14 ετών ανέρχεται στο ποσό των 12.312 ευρώ (4.560 ευρώ + 2.280 ευρώ + 4 x 1.368 ευρώ). Εάν είναι άνω των 14 ετών τότε το όριο της φτώχειας για τον πολύτεκνο θα είναι 15.960 ευρώ, αυξανόμενο βέβαια εάν έχει περισσότερα τέκνα κατά 1.368 ευρώ εάν είναι κάτω των 14 ετών και κατά 2.280 ευρώ εάν είναι άνω των 14 ετών.

Έτσι, με το Ν. 4387/2016 καθιερώθηκε για τον άγαμο ως αφορολόγητο το όριο των φτώχειας των 4.560 ευρώ προσαυξημένο κατά 90% (κατά επιπλέον 4.056 ευρώ). Για τον πολύτεκνο με τα 4 εξαρτώμενα τέκνα κάτω των 14 ετών, που έχει όριο φτώχειας 12.312 ευρώ, αντί η κυβέρνηση να καθιερώσει ως αφορολόγητο το ποσό αυτό προσαυξημένο κατά 90% (κατά 11.080 ευρώ), δηλαδή το ποσό των 23.392 ευρώ, ώστε η μεταχείρισή του να είναι ανάλογη με αυτήν του αγάμου, καθιέρωσε γι΄ αυτόν ως αφορολόγητο το ποσό των 9.550 ευρώ! Δηλαδή, καθιερώθηκε για τον τετράτεκνο το όριο της φτώχειας μειωμένο κατά 25% (από 12.312 σε 9.550 ευρώ), κάτω και από τα όρια της εσχάτης εξαθλίωσης! ΄Ετσι ο πολύτεκνος αυτός πληρώνει φόρο 607,64 ευρώ για ποσό εισοδήματος 12.312 ευρώ, που είναι κάτω από το ισχύον γι’ αυτόν όριο της φτώχειας (12.312-9.550 = 2.762 Χ 22% = 607,64). Εάν τα τέκνα του είναι άνω των 14 ετών τότε το όριο της φτώχειας είναι 15.960 ευρώ και ο πολύτεκνος αυτός πληρώσει φόρο για ποσό εισοδήματος που είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας (15.960-9.550 δηλ.6.410Χ22% ίσον 1.410 ευρώ). Εάν έχει περισσότερα τέκνα θα φορολογείται ακόμη παραπάνω για τα ποσά κάτω των ορίων της φτώχειας. Τα παραπάνω αφορούν μόνο τους μισθωτούς, γιατί οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται από το πρώτο ευρώ!

Με την κατάργηση των αφορολογήτων των παιδιών η φορολογική επιδρομή κατά των πολυτέκνων υπήρξε εξοντωτική, αφού πληρώνουν φόρο και για το εισόδημα, που είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας.

6) Το όριο της φτώχειας σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανέρχεται στο ποσό των 4.560 ευρώ προσαυξανόμενο κατά 50% για την σύζυγο και για κάθε ένα τέκνο κάτω των 14 ετών και κατά 30% για κάθε τέκνο κάτω των 14 ετών.

Με τα παραπάνω δεδομένα αφού ο άγαμος δεν πληρώνει συμπληρωματικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. για ακίνητα αξίας έως 250.000 ευρώ, τότε ο έγγαμος χωρίς παιδιά θα έπρεπε να μην πληρώνει συμπληρωματικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. για ακίνητα ως 375.000 ευρώ (250.000 συν 50% για την σύζυγο) και για κάθε ένα τέκνο κάτω των 14 ετών να προστίθενται άλλες 75.000 ή για κάθε τέκνο άνω των 14 ετών να προστίθενται άλλες 125.000 ευρώ. Έτσι ο πολύτεκνος με 4 τέκνα (2 κάτω των 14 ετών και 2 άνω των ετών) θα έπρεπε, έχοντας την ίδια μεταχείριση με τον άγαμο, να πληρώσει συμπληρωματικό φόρο μόνον εάν είχε ακίνητη περιουσία άνω 775.000 ευρώ (250.000 συν 125.000 για τη σύζυγο συν 250.000 για τα 2 τέκνα άνω των 14 ετών και 150.000 για το 2 τέκνα κάτω των 14 ετών)! Ενώ τώρα τιμωρείται. Δεν έχει ούτε την μεταχείριση του αγάμου!

Η Α.Σ.Π.Ε. παραθέτει στη συνέχεια τις προτάσεις της για τα μέτρα που είναι αναγκαίο να ληφθούν προκειμένου να ανατραπεί η εφιαλτική δημογραφική κατάσταση στη χώρα μας.

Τα μέτρα αυτά είναι:

Α) Ρυθμίσεις, χωρίς κανένα δημοσιονομικό κόστος:

1) Να επανέλθει το ποσοστό 20% για τις προλήψεις μέσω ΑΣΕΠ, που μειώθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 4440/2016 στο 15%.

2) Να καθιερωθεί και για τις πάσης φύσεως προσλήψεις των εκπαιδευτικών όπως το 20% προέρχεται από πολυτέκνους και τέκνα πολυτέκνων, όπως ίσχυε για προσλήψεις όλων των άλλων υπουργείων (άρθρο 1 παρ. 3 περ. δ και άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 3454/2006).

3) Να προηγούνται στις τοποθετήσεις οι πολύτεκνοι γονείς, που απέκτησαν την πολυτεκνική ιδιότητα μέχρι και το 2011, αφού αυτοί είχαν αδικηθεί. Το μέτρο δεν έχει δημοσιονομικό κόστος, αφού διορισμοί στην εκπαίδευση θα γίνονται.

4) Να καθιερωθούν οι ελεύθερες (χωρίς εισοδηματικά ή άλλα κριτήρια) μετεγγραφές των πολυτέκνων και των τέκνων τους, που είναι φοιτητές, όπως ίσχυαν από το 1979 για 32 χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα, όπως ομολογούσαν οι ίδιοι οι Πρυτάνεις, ώστε να μπορούν οι πολύτεκνοι και τα τέκνα τους, κατά τη διάρκεια της φοιτήσεως τους, να μετεγγράφονται σε αντίστοιχη Σχολή και σε αντίστοιχο έτος, που είναι πλησιεστέρα στον τόπο μονίμου κατοικίας των γονέων τους ή σε πόλη που σπουδάζει άλλος αδελφός (η) τους.

5) Να συμπεριληφθούν αυτοτελώς στους φορείς διανομής φρούτων, λαχανικών κλπ., οι Σύλλογοι Πολυτέκνων – Μέλη της ΑΣΠΕ, όπως γινόταν για 30 χρόνια, που τους έθεσε εκτός η υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 1701Β/14-8-2015), με αποτέλεσμα οι πολύτεκνοι πλέον να τα στερούνται. Επί πλέον να αυξηθεί το όριο εισοδήματος για την διανομή τροφίμων παρεμβάσεως Ε.Ε. ή άλλων πηγών, για τους πολυτέκνους.

6) Να εξαιρεθούν οι πολύτεκνοι από τον φόρο πολυτελούς διαβιώσεως για τα αυτοκίνητά τους. Με τις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν. 4111/2013 και του άρθρου 31 του Ν. 4172/2013 θεσπίσθηκε φόρος πολυτελούς διαβιώσεως για όσους κατέχουν αυτοκίνητα 1928 κ.ε. και άνω. Δεν προβλέπεται, όμως, εξαίρεση για τους πολυτέκνους, που εξ ανάγκης και όχι από πολυτέλεια αγόρασαν ένα αυτοκίνητο, για την μεταφορά της οικογένειας τους, που είναι 7θέσιο ή 9θέσιο και τα οποία είναι συνήθως κυβισμού μεγαλύτερου του 1928 κεκ.

7) Να επανέλθει η καταργηθείσα διάταξη της παρ 1 του άρθρου 16 του Ν. 3863/2010, που παρείχε τη δυνατότητα στους πολυτέκνους με ορισμένες προϋποθέσεις, να απασχολούνται άνευ περικοπής της συντάξεως τους, καθώς με το νέο καθεστώς (παρ. 1 του άρθρου 20 του Ν. 4387/2016) για τους πολυτέκνους-συνταξιούχους, που αναλαμβάνουν εργασία, οι ακαθάριστες συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές, καταβάλλονται μειωμένες κατά 60% για όσο χρόνο απασχολούνται.

8) Να επανέλθει το ποσοστό 10% για την εισαγωγή των πολυτέκνων και των τέκνων τους στις σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας.

9) Να παρασχεθεί η δυνατότητα στους Δήμους και τις περιφέρειες να χορηγούν ως δημογραφικά κίνητρα, χρηματικά βοηθήματα στις μητέρες που αποκτούν το 4ο και άνω τέκνο τους και συγχρόνως αποκτούν την πολυτεκνική ιδιότητα.

10) Να επανέλθει το μειωμένο τιμολόγιο της ΔΕΗ, όπως ίσχυε με την Δ5/ΗΛ/Β/Φ29/22891/17-12-2004 απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης.

Β) Μέτρα στήριξης των πολυτέκνων με δημοσιονομικό κόστος:

1) Επαναχορήγηση της σύνταξης πολύτεκνης μητέρας και των πολυτεκνικών επιδομάτων.

2) Εξαίρεση της πρώτης κατοικίας των πολυτέκνων από τον κύριο και τον συμπληρωματικό ΕΝ.Φ.Ι.Α.

3) Να θεσπισθεί ως αφορολόγητο όριο εισοδήματος και για τους πολύτεκνους το όριο της φτώχειας όπως το καθορίζει η ΕΛΣΤΑΤ.

4) Να απαλλαγούν οι πολύτεκνοι από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Με το άρθρο 112 του Ν. 4387/12-5-2016, η Κυβέρνηση ρύθμισε και τα της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, άφησε τις 12.000 ευρώ, ποσό μέχρι το ύψος του οποίου δεν επιβάλλεται εισφορά (δηλ. έχει το ίδιο ύψος εισοδήματος για την μη πληρωμή εισφοράς αλληλεγγύης τόσο ο πολύτεκνος, με οσαδήποτε προστατευόμενα τέκνα, όσο και ο άγαμος!).

Η απαλλαγή από την εισφορά αλληλεγγύης του εισοδήματος των 12.000 ευρώ για τον άγαμο σημαίνει ότι για τον άγαμο θεσπίζεται απαλλαγή το όριο της φτώχειας που είναι 4.560 ευρώ προσαυξημένο σχεδόν κατά 170%. Για τον πολύτεκνο με 4 τέκνα κάτω των 14 ετών, που το όριο της φτώχειας είναι 12.312, αντί να καθιερωθεί το ποσό αυτό προσαυξημένο κατά 170%, δηλ. 12.312 σύν 20.930 ίσον 33.342, καθιερώνεται και πάλι ποσό 12.000 ευρώ που είναι κάτω του ορίου της φτώχειας!

5) Να εξαιρεθεί η πρώτη κατοικία των πολυτέκνων από τους πλειστηριασμούς.

6) Να ληφθεί μέριμνα και για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Να υπάρξει μέριμνα ώστε οι πολύτεκνοι ελεύθεροι επαγγελματίες ν΄ απαλλαγούν από το τέλος επιτηδεύματος και το όποιο αφορολόγητο να ισχύει και γι΄ αυτούς.

Γιώργος Παλαιτσάκης

ΠΗΓΗ: FMVoice.gr (2/11/2018)

To δημογραφικό υπονομεύει (και) το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας

31 Οκτωβρίου 2018

Σύμφωνα με την PwC, αύξηση πληθυσμού κατά 100.000 οδηγεί σε άνοδο κατά 3% τού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ αύξηση των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) κατά περίπου 50.000 οδηγεί σε μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περίπου 15%

Κοινός τόπος είναι ότι το δημογραφικό πρόβλημα παραμένει μία από τις μεγαλύτερες πληγές της Ελλάδας. Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις, τους νέους και μορφωμένους να μεταναστεύουν και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, όχι μόνο η χώρα δεν θα μπορεί τις ερχόμενες δεκαετίες να παράγει επαρκή πλούτο για τους πολίτες της, αλλά ίσως βρεθεί αντιμέτωπη με την ίδια τη βιωσιμότητά της ως ενός σύγχρονου έθνους-κράτους. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα δημογραφικό αδιέξοδο που δεν πλήττει μόνο τον πληθυσμό της αλλά υπονομεύει και την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.

Μια αύξηση π.χ. του πληθυσμού της Ελλάδας κατά περίπου 100.000, οδηγεί σε άνοδο 3% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας, εκτιμούσε η PwC, ενώ αντίθετα μια αύξηση των ηλικιωμένων στην Ελλάδα (άνω των 65 ετών) κατά περίπου 50.000, που αυξάνει την ανάγκη στήριξης και πρόνοιας, ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περίπου 15%. Η Ελλάδα βγαίνοντας από την κρίση θα πρέπει να μετατρέψει το δημογραφικό της κενό σε οικονομικό και κοινωνικό πλεόνασμα έτσι ώστε να διατηρήσει θετικές προοπτικές ανάπτυξης στο μέλλον. Σύμφωνα με την PwC, για να δημιουργηθούν οι βάσεις για την ανοικοδόμηση της ελληνικής οικονομίας απαιτείται ένα μείγμα πολιτικών που θα περιλαμβάνει δράσεις για τον περιορισμό της υπογεννητικότητας.

Τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν:

• Την ελαφρότερη φορολόγηση πολύτεκνων οικογενειών.

• Τη δωρεάν ή με χαμηλό κόστος παροχή υπηρεσιών σε οικογένειες που αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί.

• Τη μείωση του απαιτούμενου αριθμού παιδιών ώστε να θεωρηθεί μια οικογένεια πολύτεκνη.

Τυπικά η δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις ανά έτος μειώθηκαν από τις 150.000 στις 100.000, φτάνοντας στο 2011 που για πρώτη φορά ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων κατά περίπου 30 χιλιάδες. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 370.000 άτομα. Η εισροή των μεταναστών συνέβαλε αρχικά στην ανακοπή της πτωτικής τάσης της υπογεννητικότητας (1991-2000), όπου οι μετανάστες στη χώρα αυξάνονταν κατά 6% ετησίως. Από το 2008 και μετά οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα περιορίστηκαν, ενώ παράλληλα μέρος του ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα υψηλών δεξιοτήτων μετανάστευσε στο εξωτερικό («brain drain»), με την Ελλάδα να έχει την τρίτη θέση μετά την Κύπρο και την Ισπανία όσον αναφορά το ποσοστό των νέων που εγκαταλείπουν τη χώρα τους. Όλα αυτά είχαν αντίκτυπο και στην αλλαγή της ηλικιακής σύστασης της χώρας, με τον πληθυσμό άνω των 65 να τριπλασιάζεται από 7% που ήταν το 1960 σε 20% το 2015. Κατά συνέπεια η διάμεσος ηλικία, ηλικία που χωρίζει τον πληθυσμό σε δύο ισόποσες ηλικιακές ομάδες, από τα 31 έτη που ήταν το 1960, άγγιξε τα 43 το 2015.

Η μέση Ελληνίδα πλέον δεν γεννά δύο παιδιά, που στατιστικά απαιτούνται ώστε να φέρει στη ζωή μία κόρη που θα την αντικαταστήσει. Ο δείκτης γονιμότητας της μέσης Ελληνίδας έχει πέσει στα 1,3 παιδιά, όταν τη δεκαετία του 1960 βρισκόταν στα 2,3 παιδιά ανά γυναίκα, πάνω από το όριο αντικατάστασης γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα). Από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση ενός τοκετού είναι το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού, η δαπάνη ενός τοκετού καθώς και η προσβασιμότητα στο σύστημα υγείας. Η οικονομική ύφεση ουσιαστικά εξέθεσε το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, το οποίο όπως εκτιμά η μελέτη της PwC θα συνεχιστεί στο μέλλον εάν δεν ληφθούν μέτρα αντιμετώπισής του.
Εξάλλου, πρόσφατη μελέτη π.χ. του Ινστιτούτου του Βερολίνου εκτιμούσε ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια ως το 2030 και στα 8,9 εκατομμύρια ως το 2050 (8,3 εκατομμύρια, υποστηρίζουν οι πιο απαισιόδοξες μελέτες), σε σύγκριση με 10,7 εκατομμύρια περίπου σήμερα και 11,1 εκατομμύρια το 2009, προτού δηλαδή η «Μεγάλη Ελληνική Υφεση» αρχίσει να ξεδιπλώνεται, ενώ και η Eurostat αποφάνθηκε ότι το 2080 με 7,2 εκατομμύρια ανθρώπους η Ελλάδα θα βρίσκεται στο ναδίρ της ΕΕ.

Μαντικίδης Τάσος

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ (31.10.2018)

«Καμπανάκι» για το δημογραφικό και την παραγωγικότητα

17 Οκτωβρίου 2018

Εφικτή θεωρεί τη μείωση του ποσοστού ανεργίας κάτω από το 20% για το σύνολο του 2018 η Eurobank στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της «7 ημέρες οικονομία». Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι οικονομικοί αναλυτές της τράπεζας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας ότι οι όποιες προωθούμενες πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν στη μείωση της δομικής ανεργίας και παράλληλα στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Σημαντικό επίσης ρόλο, επισημαίνουν, πρέπει να διαδραματίσει η προσπάθεια αντιστροφής της αρνητικής τάσης που υπάρχει επί δημογραφικών θεμάτων, όπως ο ρυθμός μεταβολής του εργατικού δυναμικού και του πληθυσμού. Και αυτό, γιατί μπορεί μεν η ελληνική οικονομία να παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης για 6 συνεχή τρίμηνα, ωστόσο, στην περίπτωση που δεν υπάρξει βελτίωση στα προαναφερθέντα πεδία, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους περιορισμούς που της επιβάλλουν οι φθίνουσες –τουλάχιστον αυτή τη στιγμή– παραγωγικές δυνατότητές της (π.χ. μείωση του εργατικού δυναμικού, αρνητικές καθαρές επενδύσεις, ισχνή παραγωγικότητα κ.ά.), τονίζει η Eurobank. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει το οικονομικό δελτίο, το υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας αποτελεί απόδειξη ότι, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, τα τελευταία 40 χρόνια επικρατούσε η λογική της υψηλής προτίμησης για το επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας στο παρόν σε σύγκριση με το αντίστοιχο στο μέλλον. Κάνοντας, λοιπόν, την υπόθεση ότι αυτή τη φορά οι ασκούντες την οικονομική πολιτική αξιολογούν τις αποφάσεις τους όχι μόνο βάσει των συνεπειών που μπορεί να έχουν αναφορικά με το επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας στο παρόν, αλλά και στο μέλλον, οι μελετητές της τράπεζας ξεκαθαρίζουν ότι οι βασικές μακροοικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι η ενίσχυση της κυκλικής ανάκαμψης και του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (17.10.2018)

Για πρώτη φορά οι γεννήσεις στην Ελλάδα κάτω από το ψυχολογικό όριο των 90.000 παιδιών ετησίως

3 Οκτωβρίου 2018

Τα παιδιά των Ελλήνων

H ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι για πρώτη φορά οι γεννήσεις στην Ελλάδα έπεσαν κάτω από το ψυχολογικό όριο των 90.000 παιδιών – φυσικά οι θάνατοι είναι σταθερά πολύ περισσότεροι. Μιλάμε για την προαναγγελία του ιστορικού τέλους ενός λαού, αν δεν αλλάξει σύντομα κάτι..  

Όταν γεννήθηκα, το 1973, ήμουν ένα από τα 137.526 παιδιά εκείνης της χρονιάς. Ο γιος μου, που γεννήθηκε πέρυσι, είναι ένα από τα 88.533 παιδιά του 2017. Σχεδόν πενήντα χιλιάδες παιδιά λιγότερα με διαφορά μιας γενιάς. Αν θέλουμε να δούμε το πρόβλημα της χώρας σε μια εικόνα δεν χρειάζονται φωτογραφίες από τις διάφορες κρίσεις που σοβούν ανά την επικράτεια. Αρκεί να δούμε τον παρακάτω πίνακα που μαζί με άλλα στοιχεία (εδώ) έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή σήμερα, 1η Οκτωβρίου 2018: Οι καμπύλες γεννήσεων (μπλε) και θανάτων (κόκκινο) στην Ελλάδα.

Αυτός ο πίνακας δεν είναι μόνο μια ανησυχητική προβολή ενός δυστοπικού μέλλοντος –είναι η προαναγγελία του ιστορικού τέλους ενός λαού που σφράγισε με την παρουσία –και τη γλώσσα του– την ανθρώπινη Ιστορία. Ακούγεται βαρύ αλλά ίσως μόνο έτσι να καταφέρουμε να αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος.

Δεν είμαι από αυτούς που συμβουλεύουν να μην τσακωνόμαστε για τα τρία μνημόνια, τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τους «Καρανίκες», τις Πρέσπες, την παλιά και τη νέα διαπλοκή και να κοιτάμε μόνο το δημογραφικό. Πιστεύω ότι και αυτά αποτελούν στοιχεία του προβλήματος. Ότι οι κυβερνητικές πολιτικές και συμπεριφορές –τόσο διαχρονικά όσο και ειδικά τα τελευταία χρόνια– επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι βλέπουν τη ζωή τους και το μέλλον τους και καθορίζουν το πώς και πότε θα αποφασίσουν να φτιάξουν οικογένεια –αν είναι αρκετά τυχεροί στη ζωή τους και έχουν μια τέτοια επιλογή. Δεν είναι τυχαίο ότι το αρνητικό ρεκόρ γεννήσεων στην Ελλάδα καταγράφηκε πέρυσι (για πρώτη φορά κάτω από το ψυχολογικό όριο των 90.000, μείωση 4,7% σε σύγκριση με το 2016).

Οι σε αναπαραγωγική ηλικία νέοι συνεχίζουν να φεύγουν από τη χώρα για φτιάξουν το μέλλον -και τις οικογένειές τους- αλλού. Αλλά και οι περισσότεροι που μένουν, πνιγμένοι από ένα αίσθημα ματαίωσης, όλο και πιο δύσκολα μπορούν να διακρίνουν ένα στοιχειωδώς ευνοϊκό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κάνουν το ούτως ή άλλως δύσκολο βήμα να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί. Για όλους υπάρχουν ζόρια και απουσία προοπτικής, αλλά σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ο χειρότερα φορολογούμενος Έλληνας είναι πλέον αυτός με δύο παιδιά (υπό την προϋπόθεση ότι είναι αρκετά τυχερός και έχει εισόδημα για να φορολογηθεί). Επαρκείς βρεφονηπιακοί σταθμοί, παρά τις διαβεβαιώσεις της Θεανώς, δεν υπάρχουν. Και η εργαζόμενη γυναίκα που επιλέγει να τεκνοποιήσει, ξέρει ότι ζήτημα να μείνει σπίτι με το μωρό για δυο-τρεις μήνες (στη Σουηδία η σχετική άδεια είναι 11 μήνες με δυνατότητα επέκτασης) και όλα αυτά εφόσον ο εργοδότης της είναι σχετικά γενναιόδωρος και δεν έχει ήδη διατυπώσει αόρατες ή και σαφείς απειλές σχετικά με τη διατήρηση της θέσης της. Ολα σχετίζονται.

Οι γυναίκες κάνουν σε μεγαλύτερη ηλικία παιδί, όταν νιώσουν μια κάποια ασφάλεια –το 2017 ο μέσος όρος σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ανήλθε στα 31,4 έτη. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο υπογονιμότητας αλλά και σε περισσότερες καισαρικές. Ναι, ξέρω ότι υπάρχει η επάρατος βιομηχανία «καισαρικών», αλλά όταν (το 2017) περισσότερες από 20.000 γεννήσεις γίνονται από μητέρες κοντά στα 40 και χιλιάδες άλλες από γυναίκες ακόμα μεγαλύτερες, είναι πολύ πιο πιθανό να είναι απαραίτητη καισαρική ώστε να μη ζοριστεί ο οργανισμός της εγκύου (ή, αν θέλετε, πολύ πιο εύκολο να πειστεί η έγκυος να μη δοκιμάσει τη βάσανο του φυσιολογικού τοκετού, συμφωνώντας στη λύση της καισαρικής τομής).

Όλα σχετίζονται. Λέμε ότι πρέπει να επενδύσουμε στην Παιδεία, να χτίσουμε σχολεία, να ανοίξουμε (ιδιωτικά) πανεπιστήμια. Ωραία όλα αυτά, αλλά για ποια παιδιά; Κινδυνεύουμε να γίνουμε μια χώρα που θα έχουμε καινούργιες αίθουσες χωρίς μαθητές να τις γεμίσουν. Το 2023 θα μπουν στα Δημοτικά της χώρας 12.000 λιγότερα «πρωτάκια» απ’ όσα εφέτος. Και η τάση βαίνει μειούμενη. Όλα σχετίζονται. ΑΕΠ, Άμυνα, Υγεία, καινοτομία, ψυχαγωγία, γλώσσα και λογοτεχνία, όλα έχουν να κάνουν με τους διαθέσιμους ανθρώπινους πόρους, για να το πούμε οικονομοτεχνικά. Αλλά και πιο υπαρξιακά, μιλάμε για το μέλλον το οποίο θα είναι ένα μέλλον όπου δεν θα υπάρχουν πολλοί για να το ζήσουν.

Όσο οι κυβερνώντες, οι σημερινοί που πιστεύουν ότι το αφορολόγητο για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά μπορεί να είναι έξι χιλιάρικα τον χρόνο, αλλά και οι επόμενοι και οι μεθεπόμενοι, δεν κάνουν κάτι ριζικό ώστε να επαναφέρουν στους νέους αξίες και δεδομένα που χάθηκαν στον δρόμο –πρώτα στον δρόμο για τα πλούτη και τις καριέρες και έπειτα στον δρόμο για τη λιγότερη φτώχεια– τόσο η χώρα θα κινδυνεύει να θυμίζει εκείνη την καταπληκτική ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν, «Τα Παιδιά των Ανθρώπων»… Έναν κόσμο χωρίς παιδιά.

Πάνος Παπαδόπουλος

Πηγή: Protagon.gr (1 Οκτωβρίου 2018)

Β. Θεοτοκάτος: Η Ελλάδα πεθαίνει…

31 Αυγούστου 2018


Tου
ΒΑΣΙΛΗ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ
Επιτίμου Δικηγόρου – προέδρου της ΑΣΠΕ

Με τον παραπάνω εύγλωττο τίτλο το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» αναφέρεται στην ολοκλήρωση του προγράμματος βοήθειας, επισημαίνοντας ότι μία επίσκεψη σε ένα μικρό ελληνικό χωριό, με γηραιούς κυρίως κατοίκους και λίγα παιδιά, γίνεται αφορμή για μια αποτίμηση της διάσωσης της Ελλάδας και των μεταρρυθμίσεων. «…Με ένα σκληρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα περικόπηκαν μισθοί και συντάξεις και αυξήθηκαν οι φόροι.

Τουλάχιστον μέχρι το 2060 οι Έλληνες θα πρέπει να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Παραδόξως παραβλέφθηκε το σημαντικότερο: Χρέη μπορεί να αποπληρώσει μια χώρα που αναπτύσσεται. Η Ελλάδα όμως συρρικνώνεται: 550.000 άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει από την αρχή της κρίσης και περίπου 10,7 εκατ. άνθρωποι διαβιούν στη χώρα» σημειώνει το περιοδικό και αναφέρει ότι πρέπει σοβαρά να ληφθεί υπ’ όψιν μελλοντικά η αρνητική δημογραφική εξέλιξη στην Ελλάδα σε συνάρτηση με την οικονομία (βλ. «Καθημερινή» 11-8-2018).

Εν τω μεταξύ, ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Γ. Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτωρ Βασίλειος Γ. Μπέτσης σε μελέτη τους υπογραμμίζουν ότι, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και των δυσμενών δημογραφικών, η Ελλάδα αναμένεται να επιβαρυνθεί στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης τα έτη 2017-2057 κατά 37,3 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 1,3 δισ. το χρόνο! («Καθημερινή» 19-8-2018).

Δεν χρειάζεται να επισημανθεί ότι η υπογεννητικότητα στην πατρίδα μας έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις, όταν, για πρώτη φορά πράγματι, και οι ξένοι επενδυτές εκφράζουν επιφυλάξεις για τις συνέπειες του δημογραφικού προβλήματος στη χώρα μας και, κατά τα δημοσιεύματα του Τύπου, δεν βρίσκονται αγοραστές για την αγορά του δεκαετούς ομολόγου (εφημερίδες 30-7-2018).

Ενώ η Ελλάς από δημογραφικής καταστάσεως έχει φθάσει σε αυτό το κατάντημα, η πολιτική ηγεσία της χώρας κοιμάται μακαρίως και ουδείς από τους αρχηγούς των κομμάτων καταδέχεται να σχολιάσει την κατάσταση ή να προτείνει μέτρα για την αποτροπή του αφανισμού του Έθνους. Ούτε σχολίασε κάποιος την απαράδεκτη τακτική του υπουργείου των Εσωτερικών, το οποίο έπαυσε στην ιστοσελίδα του την ενημέρωση για την πορεία των γεννήσεων και των θανάτων στην Ελλάδα από 27-12-2017 και εντεύθεν. Έτσι, σήμερα ουδείς γνωρίζει ποια είναι η πορεία το 2018 των γεννήσεων και των θανάτων. Η απάντηση του υπουργείου σε ερωτήσεις πολιτών ήταν ότι αναβαθμίζει το σύστημα!

Η ΕΛΣΤΑΤ κάθε Ιούνιο εξέδιδε δελτίο Τύπου που αναφέρετο στις πληθυσμιακές εξελίξεις του προηγούμενου έτους. Εφέτος, το 2018, δεν εξέδωσε τέτοιο δελτίο και σε τηλεφωνικές ερωτήσεις η απάντηση ήταν ότι δεν έχουν στοιχεία. Ουδείς αρχηγός συγκινήθηκε. Φαίνεται ότι η αναβάθμιση του συστήματος απαιτεί μήνες! Και δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν το σύστημα να λειτουργεί όπως είχε μέχρι δήθεν να το αναβαθμίσουν. Αυτά συμβαίνουν για πρώτη φορά με την για πρώτη φορά αριστερή συγκυβέρνηση των συντρόφων των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σκεφθείτε από αυτό και μόνον το γεγονός σε ποιους έχει αναθέσει τη διακυβέρνηση της χώρας ο θεωρούμενος ως ο εξυπνότερος λαός του κόσμου!

Το ατυχές είναι ότι την πολιτική ηγεσία της χώρας την απασχολεί μόνον η νομή της εξουσίας και όχι πώς θα διασωθεί η πατρίδα. Άλλωστε όσες χώρες (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος) εισήλθαν σε καθεστώς Μνημονίων μέσα σε τρία χρόνια εξήλθαν.

Η Ελλάς μετά από οκτώ χρόνια φαίνεται ότι δήθεν εξέρχεται, ενώ ουσιαστικώς θα εξακολουθήσει η επιτήρηση και το χειρότερο είναι ότι δεν διαφαίνεται ελπίδα ανορθώσεως. Τα λόγια δεν πείθουν ότι η πραγματικότητα είναι άλλη.

Και ο διεθνής Τύπος και τα διεθνή ΜΜΕ δεν διαβλέπουν προοπτική δημογραφικής και οικονομικής αναπτύξεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γνωστός δημοσιογράφος Δημ. Κωνσταντακόπουλος σε άρθρο του με τον τίτλο: «Ο πόλεμος Αμερικής – Τουρκίας και η θέση της Ελλάδας» καταλήγει: «Το πιο ανησυχητικό είναι ότι μια διεθνής κατάσταση πλήρης κινδύνων, ίσως και ευκαιριών, βρίσκει την Ελλάδα ουσιαστικά χωρίς κράτος και πολιτική τάξη ικανή να υπερασπίσει τα πιο στοιχειώδη εθνικά της συμφέροντα. Ο Θεός να φωτίσει όσους κρατάνε στα αδύναμα χέρια τους τις τύχες του Ελληνισμού» («ΤΟ ΠΑΡΟΝ» 19-8-2018).

Κάθε σχόλιο είναι περιττό.

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΠΑΡΟΝ

 

Η υπογεννητικότητα (έτοιμη να εκραγεί),η αιμορραγία της μετανάστευσης και κάπου στο βάθος η ανάπτυξη

5 Ιουνίου 2018

Μεγάλες οι προσδοκίες της κυβέρνησης (ή τουλάχιστον έτσι θέλει να δείχνει) για την επόμενη ημέρα της εξόδου από το Μνημονιακό Πρόγραμμα τον ερχόμενο Αύγουστο, σε κάτι λιγότερο δηλαδή από τρεις μήνες.

Όμως ας κρατάμε μικρό καλάθι όλοι μας, καθώς όπως είναι λογικό, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει από την μία ημέρα στην άλλη και το γεγονός αυτό, είναι κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι πολίτες.
Πολλά τα μέτωπα που είναι ανοιχτά, εθνικό, οικονομικό, εξωτερική πολιτική και φυσικά χωρίς να αποτελεί ήσσονος σημασίας, αντιθέτως θα έλεγα ότι είναι πολύ σοβαρό και κρίσιμο, το δημογραφικό, το οποίο μοιάζει με πελώριο τσουνάμι, σχεδόν έτοιμο να εκραγεί, αλλά κανείς δεν δίνει σημασία…

Πριν μερικές ημέρες, παρουσιάστηκε μία ενδιαφέρουσα έρευνα, της ΑΣΤ.Μ.Κ.Ε. HOPEgenesis «Ο αντίκτυπος της υπογεννητικότητας στην οικονομική ανάπτυξη» η οποία κατέδειξε πολύ σοβαρά και κρίσιμα ευρήματα για το μέλλον της πατρίδας μας.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η επιβάρυνση του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα είναι στενά συνδεδεμένη με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, από το 2010 και μετά (λογικό θα λέγαμε)!

«Η Ελλάδα γνωρίζει μία πρωτοφανή δημογραφική κρίση η οποία θα οδηγήσει τον πληθυσμό της στα επόμενα τριάντα χρόνια σε ιστορικά χαμηλά νούμερα, της τάξεως των 6.5 έως 8 εκατομμυρίων Ελλήνων» σύμφωνα με μελέτες της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat.
Η γήρανση του πληθυσμού, οι μειωμένες κρατικές δαπάνες λόγω μνημονίων, το άνισα κατανεμημένο νοσοκομειακό και μαιευτικό δίκτυο της χώρας, η δυσκολία των γυναικών που ζουν σε απομακρυσμένες νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές να λαμβάνουν ολοκληρωμένες μαιευτικές και γυναικολογικές υπηρεσίες και η οικονομική μετανάστευση των νέων (το γνωστό “brain drain”) συγκαταλέγονται μεταξύ των αιτιών που συνέβαλαν τόσο στην αύξηση της υπογεννητικότητας όσο και στην αντιστροφή του θετικού ισοζυγίου γεννήσεων και θανάτων από το 1960 μέχρι το 2010.

Επιπλέον, μέσω της χρήσης συγκριτικών δεδομένων από 14 χώρες, η μελέτη ανέδειξε τη θετική συσχέτιση μεταξύ του δείκτη γεννήσεων και της οικονομικής ανάπτυξης, υπολογίζοντας ότι κάθε αύξηση του δείκτη γεννήσεων κατά 1% οδηγεί σε κατά κεφαλήν αύξηση του ΑΕΠ κατά 2.4%, ένα πραγματικά εντυπωσιακό εύρημα για τη χώρα μας.

Από την έρευνα προκύπτει και η άμεση σχέση του προβληματικού συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος με την υπογεννητικότητα,καθώς η οικονομικά ενεργή βάση που μειώνεται συνεχώς καλείται να συντηρήσει τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1960-2015 το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού και των νέων της χώρας μειώθηκε κατά 15% περίπου, ενώ ο πληθυσμός άνω των 65 τετραπλασιάστηκε.
Η Ελλάδα γηράσκει επικίνδυνα και αιμορραγεί πνευματικά και εργασιακά, καθώς πολλά λαμπρά μυαλά στα χρόνια της ύφεσης επέλεξαν χώρες του εξωτερικού για να εργαστούν, να ζήσουν και να στήσουν το σπιτικό τους.

Αναρωτιέμαι, με τόσο δραματική υπογεννητικότητα και «πνευματική» μετανάστευση πώς θα έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη για την οποία μιλά και ελπίζει η κυβέρνηση.
Ας είμαστε ρεαλιστές, επιβάλλεται εδώ και τώρα, ένα εθνικό σχέδιο επαναφοράς μερίδας επιστημόνων από το εξωτερικό, ή τουλάχιστον ενός σοβαρού σχεδιασμού (με ό,τι αυτό περιλαμβάνει, όπως φορολογικά κίνητρα, επενδυτικά, εργασιακά) που θα βάλει φρένο στις επόμενες γενιές και θα τις βοηθήσει να παραμείνουν στην πατρίδα.

Δεν είχε λοιπόν καθόλου άδικο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Θεόδωρος Φέσσας στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ πριν μία εβδομάδα, ο οποίος ανέφερε μεταξύ άλλων, «η Μεταμνημονιακή Εποχή, να μην μας βρει με τα ίδια μυαλά»!

Νατάσσα Ν. Σπαγαδώρου

ΠΗΓΗ: CNN.GR