Posts Tagged ‘ΙΟΒΕ’

Μελέτη ΙΟΒΕ: Κατά πόσο μπορεί να αντιστραφεί το δημογραφικό στην Ελλάδα

9 Ιουνίου 2022

Η συρρίκνωση του πληθυσμού έχει ξεκινήσει από το 2012 και αναμένεται να συνεχιστεί – Ποιος ο ρόλος της αγοράς εργασίας και της μετανάστευσης για την αντιστροφή του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα.

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, συνιστά το δημογραφικό, καθώς σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συρρίκνωση του πληθυσμού, ο οποίος γερνά, αργεί να ανανεωθεί και μικραίνει σε αριθμό.

Στη μελέτη του, με τίτλο «Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής», το ΙΟΒΕ παρουσιάζει τις κύριες δημογραφικές τάσεις και προοπτικές στην Ελλάδα, καθώς και τις επιπτώσεις και προκλήσεις της γήρανσης σε βασικούς τομείς της οικονομίας.

Σύμφωνα με τη μελέτη, ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει αρχίσει να συρρικνώνεται από το 2011, παρουσιάζοντας την περίοδο 2011 – 2021 μείωση κατά 4%, δηλαδή 441.000 άτομα λιγότερα.

Παράλληλα, η γονιμότητα έχει υποχωρήσει σημαντικά ήδη από τη δεκαετία του 1980, με τον ετήσιο συντελεστή γονιμότητας να μειώνεται από 2,23 μονάδες το 1980, σε 1,39 μονάδα το 1990. Έκτοτε
διακυμαίνεται στο εύρος της 1,2 – 1,5 μονάδας.

Η μελέτη επισημαίνει ακόμη ότι ιδιαιτέρως ανησυχητική είναι η πορεία των γεννήσεων από το 2008 και μετά, καθώς υποχώρησαν σε λιγότερες από 85.000 το 2020, από 118.000 το 2008.

Αίτια της δημογραφικής γήρανσης μέσα από μεταβολές του φυσικού ισοζυγίου

  • Μείωση ποσοστών γονιμότητας
  • Κοινωνικοί παράγοντες
  • Αλλαγές σε ατομικές προτιμήσεις γύρω από τη δημιουργία οικογένειας ή θρησκευτικών προτύπων
  • Συμμετοχή γυναικών στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας
  • Άλλοι κοινωνικοί παράγοντες
  • Οικονομικοί παράγοντες
  • Ανεργία
  • Ανεπαρκές εισόδημα
  • Μη προσιτή οικονομικά στέγη
  • Κόστος ή μη διαθεσιμότητα προσχολικής αγωγής και φροντίδας
  • Άλλοι οικονομικοί παράγοντες

Αύξηση προσδόκιμου επιβίωσης

  • Πρόοδος στην ιατρική επιστήμη και υγιεινή
  • Πρόοδος στην τεχνολογία
  • Βελτίωση του επιπέδου καθημερινής διαβίωσης

Η δημογραφική γήρανση θεωρείται ουσιαστικά αναπόφευκτη, καθώς ορισμένοι από τους παράγοντες που την ενισχύουν, όπως η μείωση του μέσου αριθμού παιδιών ανά οικογένεια στις νεότερες γενιές, αντικατοπτρίζουν τις σημαντικές αλλαγές σε πολλούς τομείς -εκτός του δημογραφικού-που παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες.

Επίσης, όπως αναφέρει η μελέτη του ΙΟΒΕ, ακόμη κι αν επιτυγχάνονταν ποσοστά γονιμότητας πάνω από το ποσοστό γενεακής αναπλήρωσης, τα όποια οικονομικά οφέλη θα γίνονταν αντιληπτά τουλάχιστον σε ορίζοντα 20ετίας.

Πιο συγκεκριμένα, ο πληθυσμός της Ελλάδας σημείωσε αύξηση 34% κατά την περίοδο 1960 – 2011, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή του στα 11.123.392 άτομα το 2011. Ωστόσο, από το 2012 και μετά ο πληθυσμός βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί.

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο προβολών της Eurostat, μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα ο μόνιμος πληθυσμός αναμένεται να επιστρέψει στα επίπεδα του 1960. Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός της Ελλάδας προβλέπεται να υποχωρήσει στα 9,5 εκατ. το 2050 και στα 8,1 εκατ. το 2100.

Ο ρόλος του μεταναστευτικού

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, μια πιθανή αντιστροφή του δημογραφικού προβλήματος θα πρέπει να παραμείνει στο επίκεντρο του σχεδιασμού πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, ειδικά στον βαθμό που οι δημογραφικές τάσεις, όπως τα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας, δεν αντικατοπτρίζουν τις προτιμήσεις των πολιτών, αλλά τους περιορισμούς σε ό,τι αφορά τις οικονομικές δυνατότητες και την ευημερία τους.

Οι κατάλληλες παρεμβάσεις στη μεταναστευτική πολιτική θα μπορούσαν να παίξουν βασικό ρόλο στο δημογραφικό και στην αύξηση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας. Εκτός από την ανάγκη αναχαίτισης της μετανάστευσης των νέων και κυρίως των επιστημόνων και του ειδικευμένου προσωπικού (brain drain) από την Ελλάδα, και του επαναπατρισμού όσων έχουν ήδη φύγει από τη χώρα (brain regain), θα πρέπει να υπάρχει ανοιχτή συζήτηση στα θέματα προσέλκυσης και ουσιαστικής ενσωμάτωσης του κατάλληλου εργατικού δυναμικού από χώρες του εξωτερικού.

Σύμφωνα με τη Eurostat, το περιθώριο διαφοροποίησης της πτωτικής πορείας του πληθυσμού τα επόμενα 30 χρόνια είναι μάλλον περιορισμένο και συνδέεται με τη μετανάστευση: Στο πιο αισιόδοξο σενάριο (υψηλής μετανάστευσης), ο πληθυσμός της χώρας προβλέπεται να υποχωρήσει σε 9,6 εκατ. το 2050. Μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των σεναρίων παρατηρούνται μετά το 2050 και βασίζονται κυρίως σε διαφορές στο μεταναστευτικό ισοζύγιο, δευτερευόντως σε διαφορές στη γονιμότητα και σε αρκετά μικρότερο βαθμό σε διαφορές στην εξέλιξη των πιθανοτήτων θανάτου στις μεγάλες ηλικίες.

Συνολικά, η αναχαίτιση ή αντιστροφή του δημογραφικού προβλήματος μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός μακροχρόνιου και συντονισμένου σχεδιασμού πολιτικών σε κρίσιμους τομείς που, ενδεικτικά, περιλαμβάνουν την αγορά εργασίας, τη μεταναστευτική πολιτική, το σύστημα κοινωνικής προστασίας, τις συντάξεις, την υγεία, την ισότητα των φύλων, την εκπαίδευση και το φορολογικό σύστημα.

Πηγή: Newmoney.gr (09.06.2022)

Κλείνει σχολεία σε όλη τη χώρα η υπογεννητικότητα – SOS από τους εκπαιδευτικούς

22 Δεκεμβρίου 2019

Λουκέτο στα ελληνικά σχολεία βάζει η υπογεννητικότητα. Δημοτικά, νηπιαγωγεία, γυμνάσια και λύκεια κλείνουν το ένα μετά το άλλο, καθώς δεν υπάρχουν παιδιά για να γεμίσουν τις τάξεις. Το φαινόμενο της αναστολής ή κατάργησης λειτουργίας σχολικών μονάδων σε όλη την Ελλάδα έχει πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας, αφού την τελευταία δεκαετία έχουν κλείσει ή συγχωνευτεί χιλιάδες νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια.

Οι τεράστιες διαστάσεις που έχει λάβει το φαινόμενο αποτυπώνονται με ξεκάθαρο και επίσημο τρόπο στην απόφαση-βόμβα που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για το κλείσιμο 23 σχολείων σε 19 δήμους της Αττικής (14 νηπιαγωγεία και 9 δημοτικά), από τη Βούλα και τον Μαραθώνα μέχρι τον Γέρακα και τα Μέγαρα.

Ως κύριος λόγος του λουκέτου αναφέρεται η έλλειψη μαθητικού δυναμικού, καθώς επίσης οι τοπικές γεωγραφικές συνθήκες και οι ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 9 Δεκεμβρίου και αφορά τη σχολική χρονιά 2019-2020. Ενδεικτικό της δυσμενούς κατάστασης που έχει διαμορφωθεί είναι το γεγονός ότι κατά την περίοδο 2009-2014 έκλεισαν 1.705 σχολικές μονάδες: 796 δημοτικά, 509 νηπιαγωγεία και τα υπόλοιπα ήταν γυμνάσια και λύκεια.

Εκπέμπουν SOS οι εκπαιδευτικοί

«Εκεί που ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή» έγραφε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Όταν κλείνουν εκατοντάδες σχολεία κάθε χρόνο, είναι ώρα για λήψη δραστικών μέτρων, προκειμένου να ανατραπεί η κατάσταση, καθώς οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: «Ο πληθυσμός μειώνεται δραματικά και η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα γερόντων»…

Η έλλειψη μαθητών, οι προβληματικές κτιριακές υποδομές, οι γεωγραφικές συνθήκες και οι ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής οδηγούν κάθε χρόνο τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης και τις τοπικές Αρχές να υπογράφουν την «εξαφάνιση» δεκάδων σχολείων από τον χάρτη της Ελλάδας, τόσο στην περιφέρεια όσο και στην Αττική. Από το 2008 λειτουργεί στο υπουργείο Παιδείας ένας «μηχανισμός» ο οποίος αξιολογεί τις υποψήφιες για κατάργηση, αναστολή ή συγχώνευση σχολικές μονάδες, διαδικασία η οποία πλέον θεωρείται… αυτοματοποιημένη.

Σοβαρές οι κοινωνικές αλλά και οι οικονομικές συνέπειες της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί, καθώς στην περιφέρεια και ειδικότερα σε απομακρυσμένες περιοχές οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να διανύουν καθημερινά μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να πάνε στο πλησιέστερο σχολείο, ενώ ακόμα και οικογένειες εγκαταλείπουν τα σπίτια τους για να εγκατασταθούν σε περιοχές όπου υπάρχουν σχολεία.

«H έλλειψη μαθητών είναι ο κυριότερος λόγος για το κλείσιμο σχολικών μονάδων. Το δημογραφικό πρόβλημα είναι πλέον στην πόρτα μας, σε λίγα χρόνια θα είμαστε χώρα γερόντων. Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι χιλιάδες νέοι φεύγουν στο εξωτερικό, καθώς στην Ελλάδα δεν μπορούν πια να εργαστούν και να δημιουργήσουν οικογένεια. Η κυβέρνηση οφείλει να στηρίξει τη μητρότητα όχι μόνο με επιδόματα αλλά και με άλλα κίνητρα (παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί, στήριξη νέων γονέων κ.ά.)» τονίζει στο «Εθνος της Κυριακής» ο γ.γ. της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας, Σταύρος Πετράκης.

Ανάλογη είναι και η θέση του Νικηφόρου Α. Κωνσταντίνου, ταμία της ΟΛΜΕ, ο οποίος υπογραμμίζει: «Το πρόβλημα της μείωσης του μαθητικού δυναμικού έχει οξυνθεί με την κρίση. Οι επιπτώσεις της, όπως η υπογεννητικότητα και η εξωτερική μετανάστευση, δεν έχουν αποτυπωθεί πλήρως στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Από τη μία, η μείωση του αριθμού των μαθητών, λόγω της υπογεννητικότητας, έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να διαφαίνεται στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Από την άλλη, η μείωση του αριθμού των μαθητών που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση έχει ήδη συντελεστεί, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι έχει ολοκληρωθεί».

Δυσοίωνες προβλέψεις

Σε 15 χρόνια ο μαθητικός πληθυσμός θα έχει μειωθεί κατά 430.000 παιδιά, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ, ενώ ήδη οι μαθητές στα σχολεία λιγοστεύουν διαρκώς, αν και προς το παρόν αυτό περιορίζεται κυρίως στα νηπιαγωγεία και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Την πραγματική επιδείνωση από τη μαζική μείωση γεννήσεων μετά το 2010 θα αρχίσει να βιώνει για τα καλά το εκπαιδευτικό σύστημα από το 2022 και μετά.

Τότε θα αρχίσει να αποτυπώνεται η δραματική πτώση των γεννήσεων στη λειτουργία του γυμνασίου, ενώ το ίδιο θα συμβεί στα λύκεια από το 2025 και μετά, και στα πανεπιστήμια από το 2028 και μετά. Σωρευτικά ως το 2035 ο αριθμός μαθητών στα σχολεία υπολογίζεται ότι θα έχει μειωθεί κατά 430.000, μεταβάλλοντας ριζικά το τοπίο του εκπαιδευτικού συστήματος.

Εάν δεν αντιστραφεί η κατάσταση, το ΙΟΒΕ υπολογίζει ότι μέχρι το 2035 ο συνολικός αριθμός μαθητών στα σχολεία θα έχει μειωθεί σε 1.050.000, έναντι 1.480.000 το 2008. Δηλαδή θα έχουν «εξαφανιστεί» (μείωση 29,2%). Το φαινόμενο της αναστολής λειτουργίας σχολείων είναι πιο έντονο στην περιφέρεια και κυρίως σε απομακρυσμένες περιοχές. Για παράδειγμα, στην περιοχή της Λάρισας πέρυσι πήγαν στην Α’ Δημοτικού 258 μαθητές λιγότεροι. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε δύο εξαθέσια σχολεία!

Στη Στερεά Ελλάδα, δεκάδες δημοτικά και γυμνάσια λειτουργούν με μόλις έναν ή δύο μαθητές, αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα τα παιδιά να μεταφερθούν σε άλλα κοντινά σχολεία με περισσότερους μαθητές. Ενδεικτικά, στα ολοήμερα Δημοτικά Αγράφων και Σκεπαστής φοιτά μόνο ένας μαθητής, ενώ από δύο μαθητές έχουν τα Δημοτικά Μίστρου και Καλλιανών.

Κατά το προηγούμενο σχολικό έτος η Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης Στερεάς Ελλάδας αναγκάστηκε να αναστείλει τη λειτουργία 22 σχολείων στην περιφέρεια, εννέα δημοτικών και 13 νηπιαγωγείων, εξαιτίας της έλλειψης μαθητών. Ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, οι γονείς βρίσκονται σε διαρκή αγωνία για την ασφάλεια των παιδιών τους, καθώς το οδικό δίκτυο είναι προβληματικό και οι καιρικές συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες.

Αναφερόμενος στις συγχωνεύσεις και στις καταργήσεις σχολικών μονάδων, ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Θ. Τσούχλος, τονίζει, ότι σύμφωνα με καταγγελίες ΕΛΜΕ, γονέων, μαθητών και τοπικών κοινωνιών, έχουν ξεκινήσει διαδικασίες συγχωνεύσεων-υποβιβασμών, οι οποίες ανακόπηκαν προσωρινά από κινητοποιήσεις των εμπλεκομένων.

Το ΔΣ της ΟΛΜΕ δηλώνει ότι δεν θα επιτρέψει καμία συγχώνευση, κλείσιμο ή υποβιβασμό σχολείου. Οι αποφάσεις για κλείσιμο ή συγχώνευση σχολείων λαμβάνονται συνήθως όταν ολοκληρώνεται το σχολικό έτος. Αυτό σημαίνει ότι για το 2020 οι σχετικές διαδικασίες θα ολοκληρωθούν στις αρχές του καλοκαιριού.

Νικολίτσα Τρίγκα

ΕΘΝΟΣ – ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (22.12.2019)

Καμπανάκι ΙΟΒΕ: Η Ελλάδα γερνάει – Ο μαθητικός πληθυσμός μειώνεται

18 Δεκεμβρίου 2018
Γερνάει ραγδαία ο πληθυσμός της Ελλάδας. Μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού (που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευσης κυρίως αλλοδαπών που σημειώθηκε στη χώρα μετά την έναρξη της κρίσης), αλλά και στη μεγάλη μείωση των γεννήσεων, από το 2010 ως σήμερα, δείχνει πανελλαδική μελέτη του Ιδρύματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)
Η έρευνα έγινε για να αναζητηθούν οι επιπτώσεις της κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής στην τρέχουσα και τη μελλοντική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. Το ΙΟΒΕ εκτιμάει ότι τα κενά εκπαιδευτικών στα σχολεία και οι ελλείψεις, οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης.
Η μελέτη αναλύει τις μεταβολές που έχουν σημειωθεί στα βασικά μεγέθη και δείκτες λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις των δημογραφικών μεταβολών που έχουν σημειωθεί, στη μελλοντική εξέλιξη και προοπτική της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος.
Σύμφωνα με την μελέτη, η σημαντικότερη μεταβολή στα μεγέθη αυτά αφορά στη μείωση του μαθητικού πληθυσμού, που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευσης κυρίως αλλοδαπών που σημειώθηκε στη χώρα μετά την έναρξη της κρίσης, αλλά και στη μεγάλη μείωση των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010 και έπειτα. Εξέλιξη που έχει πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις.
Τα σημαντικότερα ευρήματα και συμπεράσματα της μελέτης αφορούν στα εξής:
Μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών στην δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε σημαντικά από 145 χιλ το 2000 σε 180 χιλ το 2010 (αύξηση 24%). Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών σημείωσε σημαντική μείωση από 180 χιλ το 2010 σε 152 χιλ το 2017 (μείωση 15,6%).
Οι αυξομειώσεις του αριθμού των εκπαιδευτικών που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, μετέβαλαν σημαντικά τις αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών στο σύνολο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, πριν από την κρίση, η αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών από 1:10,6 (2000) μειώθηκε σε 1:8,2 (2009). Μετά την έναρξη της κρίσης, οι αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών αυξήθηκαν εκ νέου σε 1:9,5 (2017).
Παρά την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε από το 2010 και έπειτα, οι αναλογίες εκπαιδευτικών μαθητών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένουν στην Ελλάδα μικρότερες από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, οι αναλογίες αυτές είναι μικρότερες από τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είτε στις κεντρικές περιφέρειες της χώρας (Αττική, Κεντρική Μακεδονία), όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του μαθητικού πληθυσμού, είτε στις περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές με μικρότερο πληθυσμό και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες (π.χ. δυσπρόσιτα σχολεία νησιωτικών ή ορεινών περιοχών).
Προκύπτει, επομένως, το συμπέρασμα ότι οι ελλείψεις και τα κενά εκπαιδευτικών που παρουσιάζονται κάθε χρόνο στα ελληνικά σχολεία, οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης, στην αξιοποίηση και διαχείριση του προσωπικού της εκπαίδευσης, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος.
Ο αριθμός των σχολικών μονάδων, έβαινε μειούμενος με αργό ρυθμό την περίοδο πριν από την κρίση από 15.714 το 2000 σε 15.547 το 2009 (μείωση 1,1%) και επιταχύνθηκε έτσι ώστε το 2015 μειώθηκε σε 13.870 (μείωση 10,8%), στο πλαίσιο του εξορθολογισμού και της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης.
Ύστερα από την έναρξη της κρίσης και ως αποτέλεσμα της διακοπής των προσλήψεων, η αναλογία μονίμων/αναπληρωτών εκπαιδευτικών μεταβλήθηκε σημαντικά. Στο δημοτικό σχολείο από 7% το 2004 και 6,6% το 2008 σε 18,7% το 2015, στο Λύκειο το ποσοστό των αναπληρωτών από 3,1% το 2002 και 3,6% το 2009 ανήλθε σε 6,8% το 2015, ενώ στην Επαγγελματική Εκπαίδευση από 7,4% το 2002 και 4,8% το 2009 ανήλθε σε 8,9 το 2015.
Επιπλέον, η κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς ο αριθμός των μαθητών από 94,2 χιλ. το 2000 και 93,4  χιλ. το 2009 μειώθηκαν σε 70,7 χιλ. το 2015 (-24,9% σε σχέση με το 2000). Οι εκπαιδευτικοί από 9,0 χιλ. το 2000 και 8,9 το 2009 μειώθηκαν σε 8,3 χιλ. το 2014 (-8,4% σε σχέση με το 2000).
Η σημαντικότερη όμως επίπτωση της κρίσης στη λειτουργία της εκπαίδευσης, που διαπίστωσε η παρούσα μελέτη, αφορά στη μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού που σημειώθηκε μετά την έναρξη της κρίσης καθώς από 1,53 εκ το 2000 μειώθηκε σε 1,49 εκ το 2009 (-3,1%) και 1,44 εκ το 2016 (-5.9% συγκριτικά με το 2000). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται:
α) στην εξωτερική μετανάστευση οικογενειών κυρίως αλλοδαπών μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε κατά 55,9% (από τους 159,5 χιλ. στους 70,3 χιλ.),
β) στην μείωση των γεννήσεων που σημειώθηκε από το 2010 και εντάθηκε από το 2012 και μετά (με εξαίρεση το 2016, όταν σημειώθηκε αύξηση σε σχέση με το 2015). Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε ήδη να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162 χιλ. το 2014 σε 155,2 χιλ. το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107,2 το 2016 σε 101,9 το 2017).
Οι μεταβολές αυτές στο μαθητικό πληθυσμό αποτελούν έμμεσες αλλά βαθύτερες επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, καθώς συνδέονται με τη μεγάλη μείωση της απασχόλησης που σημειώθηκε, τη διάρκεια της ύφεσης της οικονομίας και της καθυστέρησης της ανάκαμψης της απασχόλησης, τις επιπτώσεις στον οικογενειακό προγραμματισμό λόγω της αβεβαιότητας και της έλλειψης οικονομικής εμπιστοσύνης που επήλθε, καθώς και την εξωτερική μετανάστευση αλλοδαπών και Ελλήνων σε αναπαραγωγική ηλικία.
Αυτές οι επιπτώσεις της κρίσης δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί και αποτυπωθεί πλήρως στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Από τη μια, η μείωση του αριθμού των μαθητών που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση έχει ήδη συντελεσθεί, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι έχει σταματήσει και ολοκληρωθεί. Από την άλλη, η μείωση του αριθμού των μαθητών, που οφείλεται στη μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης, έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να αποτυπώνεται στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Οι επιπτώσεις της μείωσης των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010 και έπειτα, και συνεχίζεται μέχρι και το 2017 αναμένεται να εκδηλωθούν σταδιακά και εντονότερα τα προσεχή χρόνια και να μεταβάλλουν ριζικά το συνολικό τοπίο του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι δημογραφικές επιπτώσεις
Προκειμένου να καταγράψει και αναδείξει πληρέστερα τις επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, η μελέτη του ΙΟΒΕ εκπόνησε εναλλακτικά σενάρια μελλοντικής εξέλιξης και προοπτικής του εκπαιδευτικού συστήματος με βάση τις δημογραφικές τάσεις.
Τα εναλλακτικά αυτά σενάρια μελλοντικής προοπτικής δείχνουν ότι, αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές (τέτοιες ώστε να έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των γεννήσεων ή την μαζική επιστροφή Ελλήνων και την εισροή μεταναστών από  άλλες χώρες στην Ελλάδα τα προσεχή χρόνια), ο συνολικός αριθμός των μαθητών από 1,48 εκ το 2008 θα μειωθεί σε 1,05 εκ περίπου (29,2 % ή 423,3 χιλ λιγότεροι μαθητές) μέχρι το 2035, όταν δηλαδή θα έχει ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πιο πρόσφατη μείωση γεννήσεων που σημειώθηκε το 2017.
Όπως αναφέρθηκε, ήδη καταγράφεται μείωση του αριθμού νηπίων στα νηπιαγωγεία καθώς και του αριθμού μαθητών στις πρώτες τάξης του δημοτικού σχολείου ενώ οι επιπτώσεις της έναρξης μείωσης των γεννήσεων που σημειώθηκε το 2010 θα αρχίσουν να αποτυπώνονται στη λειτουργία του Γυμνασίου από το 2022, ενώ στα Γενικά και τα Επαγγελματικά Λύκεια από το 2025. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι επιπτώσεις αυτές θα αρχίσουν να εκδηλώνονται από το 2028 και έπειτα.
Συγκεκριμένα, ανάλογα και με την κατεύθυνση και τις επιλογές της κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής για τη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος που θα εφαρμοστεί τα προσεχή χρόνια (αδράνεια, προσαρμογή ή ευρωπαϊκή σύγκλιση της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος), στο πλαίσιο της παραπάνω προοπτικής μείωσης του μαθητικού πληθυσμού:
α) ο αριθμός των σχολικών μονάδων ενδέχεται να μειωθεί έως 10,7 χιλ. το 2035 από 15,5 χιλ. 2008 (μείωση κατά 30,8% ή 4,8 χιλ σχολικές μονάδες),
β) ο αριθμός των εκπαιδευτικών από 180,3 χιλ το 2009 ενδέχεται να μειωθεί το 2035 σε 110,5 χιλ (μείωση 38,7% στο σενάριο προσαρμογής)  και σε 80,7 χιλ (μείωση 55,2% στο σενάριο της ευρωπαϊκής σύγκλισης).
Οι επιπτώσεις της μείωσης των μαθητών στις ανάγκες σε εκπαιδευτικούς που απαιτούνται για τη λειτουργία των σχολείων, ανάλογα και με το σενάριο εκπαιδευτικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί τα προσεχή χρόνια, αναμένεται να έχουν επιπτώσεις στις διαφορετικές ειδικότητες εκπαιδευτικών. Ειδικότερα, οι επιπτώσεις αυτές αναμένεται ότι θα εκδηλωθούν πρώτα (2018) στην ειδικότητα των Δασκάλων καθώς και των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων που διδάσκουν στα Δημοτικά σχολεία (Αγγλικής, Γαλλικής, Γερμανικής, Φυσικής Αγωγής, Μουσικής, Καλλιτεχνικών, Πληροφορικής).
Η σταδιακή επέκταση της 2ετούς υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης (από το 2018) μετριάζει τις επιπτώσεις των δημογραφικών μεταβολών και αναβάλει προσωρινά για το 2019 την έναρξη εκδήλωσής τους στον αριθμό των νηπίων και στις ανάγκες για νηπιαγωγούς. Από το 2022 όμως, οι επιπτώσεις αυτές θα αρχίσουν να εκδηλώνονται και στις υπόλοιπες ειδικότητες εκπαιδευτικών μέσης εκπαίδευσης, και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια καθώς ο αριθμός των μαθητών θα μειώνεται σταδιακά και εντονότερα.
Η έκταση του πλεονάσματος εκπαιδευτικών, συνολικά και ανά ειδικότητα που ενδέχεται να δημιουργηθεί τα προσεχή χρόνια, λόγω των δημογραφικών μεταβολών θα εξαρτηθεί και από τον αριθμό και την εξέλιξη των συνταξιοδοτήσεων/αποχωρήσεων εκπαιδευτικών καθώς και από την πολιτική προσλήψεων εκπαιδευτικών τα προσεχή χρόνια.
Η μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικούς για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, που προβλέπεται τα προσεχή χρόνια, θα έχει επίσης δυσμενείς επιπτώσεις στη σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την απασχόληση, καθώς ο κλάδος της εκπαίδευσης (δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια κλπ.) απορροφά μεγάλο μέρος των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης και ιδιαίτερα των αποφοίτων πανεπιστημίων.
Ακόμα, η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται με τα σημερινά δεδομένα θα έχει σημαντικές  επιπτώσεις  στην εισαγωγή μαθητών στην ανώτατη εκπαίδευση, καθώς οι απόφοιτοι Λυκείου που διεκδικούν την εισαγωγή τους στην ανώτατη εκπαίδευση από 71,8 χιλ. (2008) θα μειωθούν σε 54,2 χιλ. το 2035 (-24,5% ή 17,6 χιλ λιγότεροι), ενώ οι εισερχόμενοι στην ανώτατη εκπαίδευση από 68 χιλ θα μειωθούν σε 51,8 χιλ. το 2035 (-23,8% ή -16,2 χιλ λιγότεροι), αν διατηρηθεί η σημερινή αναλογία αποφοίτων-εισερχόμενων.
Οι πρώτες επιπτώσεις στην εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση και στο πρώτο έτος των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης αναμένεται να εκδηλωθούν από το 2027 και έπειτα. Αν οι αριθμός των πρωτοετών φοιτητών στην ανώτατη εκπαίδευση παραμείνει σταθερός μέχρι το 2035, η διαφορά του με τον αριθμό των αποφοίτων Γενικού Λυκείου μετά το 2026 διευρύνεται σημαντικά.
Τέλος, όπως αναφέρεται στην έρευνα, οι δημογραφικές μεταβολές που έχουν σημειωθεί και η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται, αν δεν αναστραφούν σύντομα, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και την οικονομία, λόγω μειωμένης προσφοράς νέων αποφοίτων, προσόντων και δεξιοτήτων.
Ειδικότερα, αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές στις εκπαιδευτικές ροές και τις επιλογές των μαθητών, ο ήδη ισχνός συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αριθμός των μαθητών της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης θα μειωθεί από 106,5 χιλ. το 2008 σε 80,5 χιλ. το 2035 (-26 χιλ. ή -24,4%), ενώ ο αριθμός των αποφοίτων κατ’ έτος από 37,3 χιλ. το 2010 σε 24,1 χιλ. το 2035 (-5,3 χιλ. ή -18,1%). Οι επιπτώσεις αυτές θα ξεκινήσουν να εκδηλώνονται από το 2027 και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια, μέχρι τουλάχιστον το 2035.
ΠΗΓΗ: IN.GR (17.12.2018)