Posts Tagged ‘ΟΟΣΑ’

Δημογραφικό: Υπό… εξαφάνιση οι μαθητές της Α’ Δημοτικού – Που οδηγεί η μείωσή τους

18 Ιουνίου 2022

Αγγελική Μαρίνου

Οι δημογραφικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας καταγράφονται πλέον και στα μεγέθη του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος. H μείωση των γεννήσεων ήδη έχει επηρεάσει τον αριθμό μαθητών στο δημοτικό σχολείο, ο οποίος μειώνεται κάθε έτος από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά δεδομένα, ο αριθμός των μαθητών της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου σημείωσε πτώση κατά 16,5% την πενταετία 2014-2019.

Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των παιδιών που πήγαν Α’ δημοτικού το σχολικό έτος 2019-2020 υποχώρησε σε 95.700 (από 100.000 το 2018-2019 και 114.600 το 2014-2015), καταγράφοντας πτώση κατά 16,5% σε μια πενταετία.

Οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ακόμη ποιο δυσοίωνες: μέχρι το 2100, ο αριθμός των μαθητών των πρώτων δυο βαθμίδων εκπαίδευσης αναμένεται να μειωθεί κατά 32,1% (413.000 λιγότεροι μαθητές).

Χαμηλός ο αριθμός μαθητών ανά εκπαιδευτικό

Στην εξέλιξη αυτή έρχεται να προστεθεί και μια ακόμη αρνητική πρωτιά για την χώρα μας: η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο αριθμό μαθητών ανά διδάσκοντα στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ στις περισσότερες βαθμίδες εκπαίδευσης, ενώ χαμηλότερος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι ο δείκτης ακόμα και στις πιο πυκνοκατοικημένες διοικητικές περιφέρειες της χώρας. Και όλο αυτό συμβαίνει, χωρίς να «μεταφράζεται» σε καλές μαθησιακές επιδόσεις σε διεθνείς μετρήσεις όπως το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ.

Αναλυτικότερα, η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο αριθμό μαθητών ανά εκπαιδευτικό σε όλες τις βαθμίδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εξαίρεση το γενικό λύκειο.

  • Ειδικότερα, ο αριθμός μαθητών ανά διδάσκοντα στο δημοτικό σχολείο στην Ελλάδα περιορίζεται σε μόλις 8,7 μαθητές, έναντι 13,1 κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 14,5 στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ.
  • Στο γυμνάσιο, σε κάθε διδάσκοντα αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 7,9 μαθητές στην Ελλάδα, έναντι 10,9 στην ΕΕ και 13,1 στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ.
  • Μικρότερη είναι η διαφορά στο γενικό λύκειο, όπου η τιμή του δείκτη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10,8 μαθητές ανά διδάσκοντα, έναντι 11,9 μαθητές κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 13,0 μαθητές στον ΟΟΣΑ.
  • Μεγάλη είναι η απόσταση σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ΕΕ του ΟΟΣΑ και στο επαγγελματικό λύκειο, όπου η Ελλάδα έχει 7,9 μαθητές ανά διδάσκοντα, έναντι 12,4 μαθητές κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 13,4 μαθητές στον ΟΟΣΑ.

Πηγή: Insider.gr (18.06.2022)

ΟΟΣΑ: Χωρίς μέτρα στήριξης οι οικογένειες με παιδιά ενώ η Ελλάδα γερνάει

6 Μαρτίου 2017


3ddc7c1342202ff1939ae99b11098ec6_xl
Την ώρα που η υπογεννητικότητα λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, τα μέτρα ενίσχυσης των οικογενειών στη χώρα μας είναι σχεδόν ανύπαρκτα.

Μια από τις χειρότερες θέσεις μεταξύ των 35 χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) καταλαμβάνει η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις πολιτικές στήριξης των οικογενειών με παιδιά.

Την ώρα που η υπογεννητικότητα λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, τα μέτρα ενίσχυσης των οικογενειαρχών είναι σχεδόν ανύπαρκτα.

Ο Έλληνας εργαζόμενος με δύο παιδιά, ο οποίος αμείβεται με αποδοχές που κινούνται στο μέσο όρο της χώρας, υφίσταται κρατήσεις της τάξεως του 38,1% για φόρο εισοδήματος, εισφορά αλληλεγγύης και ασφαλιστικές εισφορές, ποσοστό που είναι το 6ο μεγαλύτερο στον ΟΟΣΑ.

Για τον ίδιο εργαζόμενο, ο οποίος δεν έχει παιδιά, οι κρατήσεις αυξάνονται στο 39,3%. Δηλαδή οικογενειάρχες και εργένηδες έχουν σχεδόν την ίδια αντιμετώπιση.

Το ζήτημα έρχεται στο προσκήνιο με αφορμή την αλλαγή των κριτηρίων χορήγησης του επιδόματος τέκνων αλλά και περαιτέρω διαφοροποίησης του αφορολόγητου ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών.

Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά έως 17 ετών ανήλθε το 2015 στο 26,6% καταγράφοντας αύξηση 1,1% σε σχέση με το 2014.

Les Miserables

Τη διόλου τιμητική τέταρτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη του Δείκτη Εξαθλίωσης «κερδίζει» στο μεταξύ η χώρα μας, σύμφωνα με το Bloomberg. Ο δείκητης διαμορφώνεται ανάλογα με τον πληθωρισμό και της προοπτικές της ανεργίας.

Σημ. Το πλήρες άρθρο δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» (5/3/2017). 

ΠΗΓΗ: Skai.gr

Οι δύο όψεις της γήρανσης των πληθυσμών στη Δύση

3 Σεπτεμβρίου 2016

Το πρόβλημα δεν εξαντλείται, όμως, στο ότι με τη βοήθεια της επιστήμης οι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Η λεγόμενη «γήρανση του πληθυσμού» σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο έχει και ένα δεύτερο σκέλος, αυτό της υπογεννητικότητας. Εδώ και αρκετές δεκαετίες οι άνθρωποι που ζουν στον ανεπτυγμένο κόσμο επιλέγουν να κάνουν λιγότερα παιδιά. Ο μέσος όρος γονιμότητας έχει μειωθεί κάτω από τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, που έχει θεωρηθεί ότι αποτελεί το αναγκαίο ποσοστό για την πλήρη αποκατάσταση ενός πληθυσμού, δηλαδή τη διατήρησή του στα ίδια επίπεδα.

Στην Ευρώπη, ειδικότερα, ο ρυθμός των γεννήσεων έχει μειωθεί κατά 40% από τη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, οι γεννήσεις αντιστοιχούν κατά μέσον όρο σε 1,5 παιδί ανά γυναίκα. Και την ίδια στιγμή, το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί περίπου στα 80 έτη από τα 69 στα οποία έφτανε πριν από λίγες δεκαετίες.

Κι αν αυτό μπορεί να αποτελεί γενικότερα απειλή επιβίωσης για τις χώρες του δυτικού κόσμου, είναι ακόμη πιο επικίνδυνο για τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Εφόσον μειώνεται το ποσοστό των νέων επί του πληθυσμού, μειώνεται και το ποσοστό αυτών που προσχωρούν στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι πως όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται να χρηματοδοτήσουν με τις εισφορές τους τα συνταξιοδοτικά ταμεία που χορηγούν συντάξεις σε όλο και περισσότερους συνταξιούχους.

Ενώ το ποσοστό των ατόμων κάτω των 15 ετών έχει μειωθεί κάτω από το 20% του πληθυσμού στις ΗΠΑ και αγγίζει το 15% στην Ε.Ε., την ίδια στιγμή το ποσοστό των ηλικιωμένων και κατά συνέπεια συνταξιούχων αυξάνεται διαρκώς και στις ΗΠΑ τείνει στο 15%, ενώ στην Ε.Ε. πλησιάζει ανησυχητικά το 20%. Σε ορισμένες χώρες, ο πληθυσμός ενισχύεται από τις τονωτικές ενέσεις της μετανάστευσης και θεωρητικά μπορούν να αυξηθούν έτσι και οι εισφορές στα συνταξιοδοτικά ταμεία.

Οπως, όμως, έχουν επισημάνει οικονομολόγοι, πολύ πριν διασφαλίσουν άδεια παραμονής και εργασίας, οι μετανάστες χρειάζονται στέγη, τροφή, εκπαίδευση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ετσι εκτός από το κόστος για τις κυβερνήσεις, η πραγματικότητα για τα συνταξιοδοτικά ταμεία παραμένει η ίδια. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, για κάθε 100 εργαζόμενους στην Ε.Ε. αντιστοιχούν περίπου 42 Ευρωπαίοι άνω των 65 που δεν εργάζονται. Η αναλογία αναμένεται να φτάσει τους 65 συνταξιούχους ανά 100 εργαζόμενους μέχρι το 2060. Καλύτερη είναι η εικόνα στις ΗΠΑ, καθώς η στατιστική υπηρεσία υπολογίζει πως σε 100 εργαζόμενους αντιστοιχούν μόνον 24 συνταξιούχοι.

Εν ολίγοις οι προσδοκίες που δικαιολογημένα είχαν οι εργαζόμενοι όταν οι πληθυσμοί των ανεπτυγμένων οικονομιών ήσαν νεότεροι πως τα συνταξιοδοτικά ταμεία θα τους προσφέρουν ένα καλό βιοτικό επίπεδο στο λυκόφως της ζωής τους, τώρα είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν. Ακόμη και στις ΗΠΑ, που διαθέτουν ένα ταμείο κοινωνικής ασφάλισης με κεφάλαια ύψους 2,8 τρισ. δολαρίων, είναι έντονες οι επικρίσεις ότι το κράτος έχει υποσχεθεί στους πολίτες περισσότερα από όσα μπορεί όντως να τους προσφέρει.

Υποχρεώσεις 78 τρισ.

Εκτός από τη διαρκή επιδείνωση της αναλογίας μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων, πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανεπαρκούς χρηματοδότησης. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ομίλου Citi, το ύψος των υποχρεώσεων που έχουν 20 χώρες προς συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία είτε χρηματοδοτούνται ανεπαρκώς είτε καθόλου, φτάνει στα 78 τρισ. για τις χώρες του ΟΟΣΑ. Το μέγεθος του προβλήματος καθίσταται σαφές, όταν ληφθεί υπόψη ότι συνολικά το ύψος του χρέους των ίδιων χωρών ανέρχεται επισήμως σε 44 τρισ. δολάρια. Σύμφωνα με τους συντάκτες του σχετικού ρεπορτάζ των FT, πολλά από αυτά τα προβλήματα είναι όντως ωρολογιακές βόμβες, αλλά βραδείας ανάφλεξης. Αφήνουν, έτσι, στις κυβερνήσεις τον απαιτούμενο χρόνο για να βρουν λύσεις. Τείνει, πάντως, να διαμορφωθεί συναίνεση ως προς το ότι η συνολική λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από ένα ουδόλως δημοφιλές μείγμα παράτασης της επαγγελματικής ζωής, μεγαλύτερης αποταμίευσης και λιγότερο γενναιόδωρων συντάξεων.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (3.9.2016)

Τιμωρείται φορολογικά η οικογένεια με παιδιά στην Ελλάδα

12 Ιουλίου 2016

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πως οι επιβαρύνσεις για μια μέση οικογένεια ενός μισθωτού με δύο παιδιά στην Ελλάδα ήταν το 2015 κατά 45,5% μεγαλύτερες των επιβαρύνσεων ενός ζευγαριού χωρίς παιδιά.

Ακολουθούν, η Ιρλανδία όπως οι επιβαρύνσεις για μια οικογένεια με δύο παιδιά ήταν το 2015 αυξημένες κατά 41,3% σε σχέση με ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά, η Σουηδία (38,6%), η Βρετανία (33,1%), η Ολλανδία (28,9%), η Φινλανδία (26,5%), η Ιταλία (24,8%), η Νορβηγία (21%), η Ισπανία (18,8%), η Δανία (14,2%), η Ισλανδία (13,1%), η Πορτογαλία (12,8%), η Αυστρία (11,7%), το Βέλγιο (9,1%)και η Σλοβενία (8,1%).

Αντιθέτως στη Γερμανία οι επιβαρύνσεις για μια μέση οικογένεια ενός μισθωτού με δύο παιδιά ήταν το 2015 κατά 15,7% μικρότερες σε σχέση με τις επιβαρύνσεις ενός ζευγαριού χωρίς παιδιά.

Το στοιχείο αυτό δείχνει πως η φορολογική πολιτική για την οικογένεια στην Ελλάδα δεν επιδιώκει τη δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους με βάση το εισόδημα και τη σύνθεση της οικογένειας.

Αν συνέβαινε αυτό, τότε για το πιο αντιπροσωπευτικό νοικοκυριό, δηλαδή εκείνο του ζευγαριού με δύο παιδιά, θα έπρεπε να δίνονταν απαλλαγές και εκπτώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην έχει το νοικοκυριό αυτό μεγαλύτερη επιβάρυνση συγκριτικά με άλλα νοικοκυριά, χωρίς παιδιά.

Θανάσης Κουκάκης

ΠΗΓΗ: CNN.GR 12.07.2016